Μπλακάουτ
Η Ναυσικά είχε δίκιο. Μου χρειαζόταν ένα διάλειμμα. Τόσες ώρες διάβασμα είχα μπαφιάσει. Έκανα ένα γρήγορο ντους και κάθισα δίπλα της στον καναπέ με την πετσέτα του μπάνιου στη μέση μου. Φορούσε το μπουρνούζι της και τα μαλλιά της ήταν ακόμα υγρά. Ήπιαμε από το κρασί κι άνοιξα την τηλεόραση.
Στην οθόνη, η γυναίκα στο ασανσέρ πάτησε το κουμπί για τον τρίτο. Ο άντρας πίσω της την άρπαξε από τη μέση και την τράβηξε πάνω του. Τη δάγκωσε στο λαιμό, ενώ το χέρι του χώθηκε στον πισινό της πάνω από το παντελόνι. Με μια κίνηση της ανασήκωσε το μπλουζάκι μέχρι το λαιμό. Της κατέβασε μεμιάς παντελόνι και σλιπάκι ως τους μηρούς. Της έσπρωξε βίαια το κεφάλι προς τα κάτω και χούφτωσε τα βυζιά της. Έχωσε την παλάμη ανάμεσα στα σκέλια της και τα δάχτυλα βυθίστηκαν στον κόλπο της. Ελευθέρωσε το φαλλό του από το παντελόνι και το έβαλε στο ανοιχτό αιδοίο της. Τρεις τέσσερις παλινδρομικές κινήσεις και τραβήχτηκε μουγκρίζοντας, ενώ ένας πίδακας σπέρματος ξεχύθηκε από το όργανό του μουσκεύοντας τους γλουτούς της και το πάτωμα.
Η Ναυσικά μου έσφιξε το χέρι. Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένας υπόκωφος θόρυβος και όλα – τηλεόραση, φώτα –έσβησαν. Απόλυτο σκοτάδι.
«Μπλακάουτ θα είναι», είπα. «Ούτε έξω έχει φως».
«Φοβάμαι στο σκοτάδι», απάντησε και σφίχτηκε πάνω μου.
«Μη φοβάσαι. Το σκοτάδι είναι καλός σύμβουλος. Αμβλύνει τις αναστολές μας. Μας κάνει τολμηρούς».
Το ένα μου χέρι τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της. Το άλλο ακούμπησε στο στήθος της μέσα από το μισάνοιχτο μπουρνούζι και το χάιδεψα κυκλικά. Τη φίλησα στο λαιμό. Οι θηλές ορθώθηκαν και πέτρωσαν. Έπιασε το σαγόνι μου. Το έστρεψε προς το μέρος της κι ένωσε τα χείλη της με τα δικά μου. Οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν. Αρχισε να μου χαϊδεύει την πλάτη. Γλίστρησα το χέρι μου προς τα κάτω. Ανοιξα τελείως το μπουρνούζι. Χάιδεψα τον αφαλό, την κοιλιά κι έφτασα ως την αρχή της βλάστησής της. Ανοιξε τα πόδια για να το δεχτεί. Έλυσε την πετσέτα κι αναζήτησε το φαλλό μου. Ήταν ήδη ερεθισμένος. Τον έσφιξε δυνατά στο χέρι της.
«Έχεις μεγάλο πουλί αγόρι μου!».