Η Εύα και ο άγνωστος
Το μίνι φόρεμά της, που άφηνε ακάλυπτα σχεδόν ολόκληρα τα μπούτια της, είχε το χρώμα ώριμου ροδάκινου, ενώ τα παπούτσια της, κάτι χαμηλοτάκουνα πέδιλα, είχαν το χρώμα της ώχρας.
Έψαχνε στην τσάντα της για να βρει το κραγιόν της, την ώρα που μπήκε στο ασανσέρ, και δεν πρόσεξε τον άντρα που στεκόταν δίπλα της.
Πάτησε μηχανικά το κουμπί του ασανσέρ και συνέχισε να ψάχνει για το κραγιόν της. ακόμα δεν είχε προσέξει τον άντρα που βρισκόταν ήδη μέσα στο ασανσέρ.
Ξαφνικά. το ασανσέρ σταμάτησε να κινείται και το φως έσβησε.
Η Εύα, μουρμούρισε μια βρισιά για την ατυχία της. προσπάθησε να βρει τον αναπτήρα της , που ήταν μέσα στην τσάντα της, για να έχει λίγο φως ώστε να μπορέσει βρει το κουδούνι του ασανσέρ.
Εκείνη την ώρα. ένοιωσε δυο χέρια να αγγίζουν τους γλουτούς της, να της ανασηκώνουν το φόρεμα και να χαϊδεύουν τη σάρκα της. Μια κραυγή τρόμου βγήκε από μέσα της.
Ο άντρας, της έκλεισε το στόμα με το χέρι του. την κόλλησε στον τοίχο του ασανσέρ. και της είπε:
- Μη βγάλεις άχνα σκρόφα! Θα σε πηδήξω, θα σε χύσω και μετά θα κάνεις σα να μην έγινε τίποτα... Δε θέλω να δεις το πρόσωπό μου, δε θέλω να με ξέρεις, δε θέλω τίποτα από σένα. θέλω μόνο να σε πηδήξω!
Και μόνο στο άκουσμα του τι θα γινόταν σε λίγα λεπτά, η Εύα ένιωσε έναν ανεξήγητό πόθο γι' αυτόν τον άγνωστο άντρα.