Η ΞΑΔΕΡΦΗ ΤΗΣ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑΣ ΜΟΥ
Από καιρό γούσταρα την ξαδέρφη της αρραβωνιαστικιάς μου. Την λένε Εύα και δουλεύει μπαργούμαν σε ένα καλό μαγαζί της πόλης μας (Δεν λέω που γιατί είναι μικρή κοινωνία και όλοι είναι γνωστοί). Η Εύα λοιπόν είναι 24 χρονών, γύρω στο 1.70 μελαχρινή (λίγο από τσιγγάνικο αίμα στο σόι της μάνας της), σγουρό μαύρο μαλλί, με υπέροχες και στητές βυζάρες και σφιχτό ολοστρόγγυλο κωλαράκι. Κάθε φορά που βρισκόμασταν ήμασταν στα τυπικά γιατί είχα και την δικιά μου από κοντά και μεταξύ συγγενών στο σόι. Το μουνάκι έχει όμως μια προστυχόφατσα που καυλώνει και καλόγερο. Δεν είναι τυχαίο το ότι στο μαγαζί κάνει το καλύτερο ταμείο και οι «αρραβωνιαστικοί» τα στάζουν κάθε βράδυ στο μπαρ για να εντυπωσιάσουν.
Γούσταρα κάθε φορά που η δικιά μου έλεγε πως στην παρέα θα ερχόταν και η Εύα. Φανταζόμουν τρελές καταστάσεις και φρόντιζα να μαθαίνω με έμμεσο τρόπο αν έχει παράπονα από τις σχέσεις της, πότε δουλεύει και γενικά προετοίμαζα το έδαφος. Πριν κανένα μήνα λοιπόν το μουνάκι χώρισε από τον δικό της και έκανε παράπονα στην δικιά μου του στυλ «Τι καλά που είσαι με τον Κώστα, εγώ δεν μπορώ να εμπιστευτώ σε αυτή τη φάση κάποιον άντρα». Θα μου πείτε η γκόμενα θα μπορούσε να έχει όποιον ήθελε κάθε βράδυ λόγο δουλειάς, αλλά αυτήν την πήρε από κάτω και είχε βαρεθεί και το σκηνικό στο μπαράκι. Ήξερε καλά το ποίημα. Τους καύλωνε όλους, άλλαζε τηλέφωνα και τους άφηνε με την ψωλή στο χέρι. Ήρθε λοιπόν η δικιά μου και μου τα είπε χωρίς να ξέρει τα δικά μου σχέδια. Το σκηνικό άρχιζε να στρώνει επικίνδυνα. Ήρθαν οι γιορτές και γίναμε τακτικοί θαμώνες στο μπαράκι που δουλεύει. Η Εύα κάθε φορά ανοιγόταν όλο και περισσότερο. Καρφωτές ματιές, πλακίτσες, όλο και περισσότερο άγγιγμα μέχρι που στο τέλος μου μιλούσε και μου κρατούσε συνέχεια το χέρι. Η δικιά μου δεν υποψιαζόταν τίποτα και το διασκέδαζε που ήμουν τόσο άνετος με το σόι της. Δύο τρεις μέρες συνεχίστηκε το ίδιο σκηνικό λοιπόν ώσπου ήρθε η παραμονή της πρωτοχρονιάς.