Ήταν τέλη Ιούνη και είχα βγει έξω στα Εξάρχεια με τους φίλους μου για ποτό. Ήξερα ότι θα ήσουν κάπου κοντά και την επόμενη μέρα θα έφευγες από Ελλάδα. Η σκέψη ότι δεν θα σε ξαναέβλεπα για καιρό με πέθαινε. Σε είχα δει το μεσημέρι μαζί με μια κοινή μας φίλη αλλά δεν ήξερα αν θα μου έστελνες για να βρεθούμε το βράδυ. Την στιγμή που είχα καταφέρει να ξεχαστώ, περνώντας ευχάριστα με την παρέα μου νιώθω το κινητό μου να δονείται. Ήσουν εσύ και ήθελες να βρεθούμε αφού είχες χαιρετήσει την παρέα σου. Σε μισή ώρα είχαμε βρεθεί και ήμουν μέσα στο αυτοκινητό σου, στο δρόμο για το σπίτι της ξαδέλφης μου που θα ήταν άδειο. Σε όλο τον δρόμο ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά τόσο δυνατά που σχεδόν πόνουσε. Σε ήθελα τόσο πολύ ακόμη και την ώρα που μου μιλούσες για το πως πέρασες εκείνο το βράδυ. Αισθανόμουν ερεθισμένη και υγρή και ένιωθα πως ήθελα να αρχίσω να σου ψιθυρίζω όλα τα βρώμικα σχέδια που είχα στο μυαλό μου.


