Ο Μάνος και η παρθένα
Κάθε μέρα γινόταν το ίδιο πράγμα. Μόλις γύριζε στο σπίτι και αφού ήταν μόνος του έτρεχε στο δωμάτιό του. Κλεινόταν και άνοιγε τις κουρτίνες της μπαλκονόπορτας. Έβγαζε τα ρούχα και μένοντας μόνο με τα εσώρουχα άρχιζε να την παίζει ελαφρά μέχρι να γίνει πύραυλος. Στη συνέχεια κρυβόταν πίσω από το παράθυρο και περίμενε.
Περίμενε μέχρι κάποια γειτόνισσα να βγει στο μπαλκόνι ή στην ταράτσα να απλώσει την μπουγάδα της. Μόλις εμφανιζόταν, πέταγε ότι μικροαντικείμενο έβρισκε ώστε να ακουστεί ένας θόρυβος. Μόλις η γειτόνισσα γύριζε το βλέμμα της προχωρούσε τσίτσιδος μπροστά από την ανοιχτά μπαλκονόπορτα με το παπάρι εν πλήρη στύση και κατευθυνόταν προς την ντουλάπα όπου φόραγε τα εσώρουχά του, κοιτάζοντας να δει αν τον είδε η γειτόνισσα. Αν τον είχε δει είχε σημειώσει επιτυχία. Αν όχι – και αυτό ήταν το πιο πιθανό – ξαναπροσπαθούσε. Όταν τελικά κατάφερνε να δει το γεμάτο με έκπληξη πρόσωπο της γειτόνισσας αποσυρόταν στο παράθυρο και την έπαιζε μέχρι να τελειώσει.
Χιλιάδες τρόπους σκαρφιζόταν για να προκαλέσει την προσοχή. Μερικές φορές τηλεφωνούσε (τότε δεν υπήρχε αναγνώριση κλήσης) μόνο και μόνο για να πάει η γειτόνισσα να σηκώσει το τηλέφωνο που ήταν στο τραπεζάκι κάτω από το παράθυρο με την ανοιχτή κουρτίνα.
Το κόλπο το είχε ξεκινήσει από το καλοκαίρι στο εξοχικό. Ήταν ένα ισόγειο διαμέρισμα σε ένα δρόμο με πολύ μεγάλη κίνηση πεζών. Εκεί άνοιγε τα πατζουρόφυλλα και τα τζάμια λειτουργούσαν ως καθρέφτες. Μόλις φαινόταν κάποια να περνάει, κατέβαζε το μαγιό και έκανε πως το φορούσε. Αν η ανυποψίαστη έριχνε μια ματιά στο ανοιχτό παράθυρο, έβλεπε το νεαρό με το σηκωμένο κατάρτι που προσπαθούσε να φορέσει το μαγιό του. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Πέρασε όμως ο καιρός της μαλακίας και βρέθηκε στην άλλη πόλη για να σπουδάσει. Το δωμάτιό του, που ήταν στο πρώτο όροφο, έβλεπε στον ακάλυπτο. Απέναντι έμενε μια οικογένεια που είχε δυο κόρες. Το δωμάτιο των κοριτσιών ήταν απέναντι από το δικό του, αλλά ισόγειο.