Ήταν Παρασκευή απόγευμα κι εγώ σκυμμένος πάνω σε εκατοντάδες χαρτιά προσπαθούσα ν' ανακαλύψω ένα λογιστικό λάθος που υπήρχε στη μισθοδοσία της εταιρίας που εργάζομαι σαν βοηθός λογιστή. Οι υπόλοιποι συνάδελφοι ένας ένας μου εύχονταν καλό Σαββατοκύριακο και αποχωρούσαν με φωνές και γέλια. Είχα μείνει μόνος, έκανε αφόρητη ζέστη. Το πουκάμισο μου είχε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Το 'βγαλα και το κρέμασα σε μια καρέκλα. Έτσι κι αλλιώς σκέφτηκα αν δεν βρω το λάθος με βλέπω να περνάω το Σαββατοκύριακό μου εδώ μέσα. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει όταν έξω από το γραφείο άκουσα θόρυβο. Σήκωσα τα μάτια. Στην ανοιχτή πόρτα στεκόταν μια νεαρή κοπέλα. Την κοίταξα έκπληκτος.
«Ψάχνω τον κύριο Παρασκευόπουλο μου είπε. «Είμαι η κόρη του».

Δεν της απάντησα αμέσως όχι γιατί δεν γνώριζα τον κύριο Παρασκευόπουλο, αφού είναι προϊστάμενος του λογιστηρίου και φυσικά δικός μου, αλλά γιατί έμεινα με το στόμα ορθάνοιχτο να θαυμάζω αυτό το υπέροχο πλάσμα. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο μουτράκι της. Ένα θαυμάσιο πανέμορφο μουτράκι με δύο υπέροχα γαλάζια ματάκια που μέσα τους καθρεφτιζόταν ταυτόχρονα η πονηριά κι η αθωότητα. Τα μαλλιά της ολόισια και μακριά χύνονταν σαν χρυσός καταρράκτης πάνω στους γυμνούς της ώμους ενώ τα χειλάκια της κατακόκκινα έμοιαζαν σαν λίγο πριν να ‘χε φάει κεράσια.

Με κοίταξε παραξενεμένη που τόση ώρα δεν της απάντησα σε μια τόσο απλή ερώτηση. Θα νομίζει, σκέφτηκα, πως είμαι κανένας ηλίθιος.

«Ναι πως», της απάντησα κομπιάζοντας. «Ο κύριος Παρασκευόπουλος εργάζεται εδώ σ’ αυτό το γραφείο αλλά είναι καμιά ώρα που ‘φυγε. Παρασκευή σήμερα και…».
Όση ώρα της μιλούσα το πανέξυπνο μουτράκι της ερευνούσε το γραφείο.

«Κρίμα», απάντησε. «Τον ήθελα για κάτι σημαντικό. Θ’ αναγκαστώ να τον δω το βράδυ σπίτι. Ελπίζω να μην σας καθυστέρησα κύριε Σταύρο».
Έκανε μεταβολή και ετοιμαζόταν να φύγει. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκα. Αυτό το μουνάκι δεν πρέπει να πάει χαμένο χωρίς τουλάχιστον να δώσω μάχη.

«Δεσποινίς» της φώναξα. Γύρισε και μου ’ριξε ένα βλέμμα που με αναστάτωσε.
«Που ξέρετε ότι με λένε Σταύρο;» τη ρώτησα γεμάτος περιέργεια.
«Μα σας είπα», μου απάντησε ανασηκώνοντας τους υπέροχους ώμους της. «Ο κύριος Παρασκευόπουλος, ο προϊστάμενός σας είναι πατέρας μου. Σπίτι μιλάει τακτικά για σας».
Η περιέργειά μου τινάχτηκε στα ύψη. Αυτός ο εκπληκτικός μούναρος ήξερε για μένα κι εγώ μέχρι πριν λίγο αγνοούσα την ύπαρξή του.

«Και τι λέει για μένα ο πατέρας σας;» τη ρώτησα με καμάρι.
Έκανε μερικά βήματα και στάθηκε δίπλα στη δερμάτινη πολυθρόνα. «Αρκετά», μου αποκρίθηκε. «Τόσα που θα μας έπαιρναν αρκετές ώρες για να τα απαριθμήσω. Αν και τα περισσότερα δεν είναι κολακευτικά. Ξέρετε τώρα εσείς τι γνώμη έχουν οι προϊστάμενοι για τους υφιστάμενους τους. Σας λέει για παράδειγμα τεμπέλη, ανεπρόκοπο και τσαπατσούλη». Είχα μείνει με το στόμα ορθάνοιχτο. Η νεαρή κοπέλα χωρίς να ζητήσει την άδεια μου κάθισε στην πολυθρόνα και σταύρωσε τα πόδια της. Το ήδη κοντό της φόρεμα σηκώθηκε σχεδόν μέχρι τη μέση αποκαλύπτοντας σ' όλο τους το μεγαλείο τα υπέροχα σφιχτά της μπούτια και ένα μικρό τμήμα του μικροσκοπικού της κατάμαυρου εσώρουχου. Ανατρίχιασα και μόνο στη σκέψη ότι αυτό το γυαλιστερό υφασματάκι κάλυπτε το λαχταριστό της μουνάκι. Με μια αδέξια κίνηση αναποδογύρισα ένα ποτήρι νερό μουσκεύοντας ότι έγγραφο υπήρχε πάνω στο γραφείο. Από την εμφανή μου αμηχανία μ’ έβγαλε η νεαρή κόρη του προϊσταμένου μου.
«Βέβαια ο πατέρας μου παρέλειψε να πει και τα θετικά σας στοιχεία. Το ότι είστε αρκετά νέος, υπερβολικά γοητευτικός και κυρίως ότι ξέρετε να κάνετε μια γυναίκα να υποκύψει στο βλέμμα σας». Ειλικρινά δεν πίστευα στα αφτιά μου. Ειδικά αυτό το τελευταίο ήταν κάτι που τ' άκουγα για πρώτη φορά. Ζήτησα διευκρινήσεις.

«Ε, να κύριε Σταύρο», μου εξήγησε η Ράνια που στο μεταξύ πρόλαβε να μου συστηθεί. «Από την πρώτη ματιά που μου ρίξατε, ο τρόπος που το βλέμμα σας αγκάλιασε το κορμί μου ένιωσα μια ταραχή. Δεν το παρατηρήσατε; Δεν καταλάβατε ότι θέλησα να το βάλω στα πόδια για να μην πέσω ανυπεράσπιστη στη γοητεία σας; Κι εδώ τώρα, που κάθομαι νομίζετε ότι αισθάνομαι άνετα; Ντρέπομαι να σας κοιτάξω στα μάτια, μήπως και καταλάβετε αυτό που σκέφτομαι για σας. Καλύτερα να πηγαίνω. Πρέπει να δω τον πατέρα μου για ένα πολύ σημαντικό θέμα. Φοβάμαι πως εσείς δεν μπορείτε να με βοηθήσετε. Έπειτα τι σας ενδιαφέρουν τα δικά μου προβλήματα;».

Σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα προς την έξοδο. Τα μάτια μου στάθηκαν στο πανέμορφο κωλαράκι της. Το λεπτό ύφασμα του φορέματός της κολλούσε πάνω στα ολοστρόγγυλα κωλομάγουλά της ενώ το μικροσκοπικό της κιλοτάκι φαινόταν ανάγλυφο ν' αγκαλιάζει αυτά τα υπέροχα βουνά. Δεν είμαι σίγουρος αλλά νομίζω πως το κιλοτάκι της είχε χωθεί βαθιά στον πάτο της χαράδρας που σχημάτιζαν τα δύο της κωλομέρια. Αισθάνθηκα τα γόνατά μου να λυγίζουν, την ανάσα μου να γίνεται κοφτή και την καρδιά μου να χτυπάει με ταχύτητα. Στο μυαλό μου ήρθαν τα λόγια αυτού του υπέροχου πλάσματος. Δεν μπορούσε ν' αντισταθεί στην γοητεία μου. Έκανα μερικά βήματα και την πλησίασα.

«Δεσποινίς Ράνια», της είπα. «σας παρακαλώ, μπορεί ο πατέρας σας να απουσιάζει αλλά αν μπορώ να βοηθήσω πείτε σε μένα. Έτσι κι αλλιώς κι εγώ από την πρώτη στιγμή που σας είδα ένιωσα κάτι παράξενο. Ελάτε σας παρακαλώ. Ελάτε και πείτε μου τι σας συμβαίνει. Να, καθίστε εδώ στον καναπέ και σας υπόσχομαι να μη σας αγγίξω».
Με τα μάτια κατεβασμένα κάθισε στον καναπέ. Αυτή τη φορά τα μπούτια της ήταν ενωμένα και δεν επέτρεπαν να δω το παραμικρό. Κάθισα απέναντί της.

«Λοιπόν;» τη ρώτησα. «Σ' ακούω. Τι ακριβώς συμβαίνει;»
Τα μάτια της υγράνθηκαν ενώ η μικροσκοπική της μυτούλα κοκκίνισε. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Με τρεμάμενη φωνή άρχισε να μου εξιστορεί την περιπέτειά της.

«Δανείστηκα το αυτοκίνητο μιας φίλης μου. Εγώ κι ο Πάνος, το αγόρι που μέχρι πριν λίγο είχαμε δεσμό θέλαμε να πάμε μια βόλτα. Οδηγούσε εκείνος. Σ' όλη τη διαδρομή το μυαλό του ήταν σε μένα. Τα χέρια του άφηναν το τιμόνι και χάιδευαν το σώμα μου. Τον παρακαλούσα να μ' αφήσει ήσυχη και να κοιτάει μπροστά του. Αυτός δε μου 'δωσε καμία σημασία. Σήκωνε το φόρεμά μου και έβαζε το χέρι του ανάμεσα στα μπούτια μου. Ένιωθα τα δάχτυλά του να παραμερίζουν το κιλοτάκι μου και να προσπαθούν να μπουν ... »

Κόμπιασα. Κατάλαβα. Η αφήγησή της έκαναν το μυαλό μου να σχηματίζει εικόνες ερεθιστικές. Το κορμί μου έτρεμε από ηδονή και σταύρωσα τα πόδια μου σε μια προσπάθεια να μην καταλάβει το φούσκωμα ανάμεσα στα μπούτια μου από το πρησμένο και σκληρό μου παλούκι. «Συνέχισε», της είπα προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή μου. «Ομολογώ ότι μ' άρεσε αλλά ταυτόχρονα φοβόμουν. Κάποια στιγμή ένιωσα τα δάχτυλά του να παραμερίζουν τα ... , ξέρετε τι εννοώ ... και να χώνονται μέσα μου. Ένιωσα τόση ηδονή που άνοιξα τα μπούτια μου επιτρέποντας του να μπει ακόμα πιο βαθιά. Είχα γίνει μούσκεμα και το κορμί μου είχε ερεθιστεί τόσο που δεν έκανα καμιά προσπάθεια να τον σταματήσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να τελειώσω, να έρθω σε οργασμό. Καταλαβαίνετε».
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Δεν μπορούσα ν' αρθρώσω λέξη γιατί φοβόμουν ότι θα καταλάβαινε πως έχω καβλώσει.

«Κάποια στιγμή άρπαξε βίαια το ένα μου στήθος. Να, για να μη νομίζετε ότι σας κοροϊδεύω, κοιτάξτε, μ' άφησε σημάδι». Με μια αθώα παιδική κίνηση κατέβασε μια ράντα του φορέματός της και μου φανέρωσε το στήθος της. Ένα σχετικά μικρό αλλά πανέμορφο βουναλάκι που στην κορυφή του δέσποζε μια σκούρα σκληρή ρώγα.

«Να κοιτάξτε εδώ. Βλέπετε τις μελανιές;». Ήμουν σίγουρος πως όπου να 'ναι θ' άδειαζα όλο µου το σπέρμα στο παντελόνι µου. Με μια βιαστική κίνηση βρέθηκα δίπλα της.
«Εδώ αυτά τα σημάδια είναι από τα δάχτυλα του. Ορίστε».
Με τρεµάµενα χέρια έπιασα το σφιχτό της στηθάκι. Ένα µου δάχτυλο έτριψε τη ρώγα της. Ήμουν έτοιμος να σκύψω και να τη βάλω στο στόμα µου όταν η Ράνια ανέβασε µε ταχύτητα τη ράντα και κάλυψε το στήθος της.

«Και µη νομίσετε ότι έκανε µόνο αυτό. Και κάτω εδώ, ανάμεσα από τα µμπούτια µου, όλο µμελανιές είναι. Αν δεν µε πιστεύετε µμπορώ να σας το δείξω».
Δεν πρόλαβα να αντιδράσω. Ανασήκωσε το φόρεμα της. Ανέβασε το ένα της πόδι στον καναπέ και µου έδειξε τα µμπούτια της.

«Να αυτό εδώ είναι δική του μελανιά. Κι εδώ πιο κάτω κοιτάξτε πως µ' έκανε».
Τα µάτια µου είχαν καρφωθεί πάνω στο μαύρο γυαλιστερό υφασµατάκι που κάλυπτε την ερωτική της φωλιά. Από το πλάι ξεχώριζαν µμικροσκοπικές ξανθές μπουκλίτσες. Ήμουν έτοιμος να της κατεβάσω το κιλοτάκι όταν µε σταμάτησε. «Κι εγώ δεν ξέρω πού θα βρω τόσα χρήματα. Βλέπετε ο Πάνος έτσι όπως οδηγούσε έριξε τ' αμάξι πάνω σ' έναν στύλο. Το πήγαµε στο συνεργείο. Πεντακόσια χιλιάρικα κάνει η επισκευή. Γι' αυτό σας λέω. Καλύτερα να πηγαίνω να βρω τον πατέρα µου και να του εξηγήσω. Θα µου δώσει τα χρήματα και όλα θα τελειώσουν. Καταλάβατε;»

Είχα μείνει άφωνος. Το μυαλό µου είχε μουδιάσει. Μόλις πριν λίγα μπροστά στα µάτια µου το υπέροχο στήθος αυτής της νεαρής κοπέλας που µε τόση αθωότητα µου το 'δειξε. Κι όχι µόνο αυτό. Αν επέμενα λίγο περισσότερο σίγουρα θα μου έδειχνε και το μουνάκι της.

«Μήπως χτύπησες;» τη ρώτησα.
«Ναι», μου απάντησε μ' ένα μορφασμό πόνου.
«Τη στιγμή που το αυτοκίνητο χτύπησε με δύναμη στην κολόνα τα δάχτυλα του Πάνου μπήκαν βίαια μέσα μου φοβάμαι μη μου 'χει κάνει καμιά ζημιά. Πονάω πολύ».

Έκανα μια κίνηση να σηκώσω το φόρεμά της και παραμερίζοντας το κιλοτάκι της να δω επιτέλους την ερωτική της σπηλιά. Με σταμάτησε.
«Θα σου δείξω που πονάω αλλά πρώτα να βρούμε μια λύση με τα χρήματα. Πρέπει οπωσδήποτε σήμερα να τα δώσω».
Το μυαλό μου είχε σταματήσει. Ο πούτσος μου πλέον δεν άντεχε αυτό το μαρτύριο. Ήθελα σαν κολασμένος να γδύσω αυτό το πλάσμα και αφού το γλείψω σε κάθε εκατοστό του κορμιού του να καρφώσω το παλούκι μου στο πονεμένο του μουνάκι.

«Θα τηλεφωνήσω στον πατέρα σου», της είπα. «Στο χρηματοκιβώτιο της εταιρίας υπάρχει ένα εκατομμύριο. Αν μου δώσει το οκ θα σου δώσω εξακόσιες χιλιάδες και ο πατέρας σου θα τα επιστρέψει τη Δευτέρα».
Έκανα να σηκώσω τ' ακουστικό. Η Ράνια με σταμάτησε. «Αν τον πάρεις τηλέφωνο θα 'ρθει αμέσως εδώ. Τον ξέρεις τον πατέρα μου. Θα βάλει τις φωνές, θα με βρίσει και στο τέλος μπορεί να με χτυπήσει. 'Έπειτα αν έρθει εδώ πότε θα σου δείξω εκεί που πονάω;» Τα αθώα της ματάκια, το παραπονεμένο της ύφος μ' έπεισαν. 'Έπειτα ήταν και το μουνάκι της, που μου υποσχέθηκε να μου το δείξει. «Εντάξει» της είπα. «Θα στα δώσω. 'Όταν επιστρέψεις σπίτι πες του το με τρόπο. Αν προσπαθήσει να σε χτυπήσει έλα να κοιμηθείς σπίτι μου. Το βράδυ θα τον πάρω τηλέφωνο να τον ηρεμήσω».
Το προσωπάκι της έλαμψε. Μου 'στειλε το πιο γλυκό της χαμόγελο. Έπιασα το φόρεμά της και το σήκωσα.

«Α, όχι», μου είπε. «Πρώτα θα μου δώσεις τα χρήματα. Όχι ότι δεν σου 'χω εμπιστοσύνη αλλά ίσως να το ξεχάσεις μετά».

Σηκώθηκα κι έτρεξα στο χρηματοκιβώτιο. Με τρεμάμενα χέρια τ' άνοιξα και έβγαλα έξι δεσμίδες των εκατό. Επέστρεψα κοντά της. Είχε ξαπλώσει στον καναπέ ανάσκελα.

«Βάλτα στην τσάντα μου». Υπάκουσα. Τα έριξα μέσα στην τσάντα της και κάθισα δίπλα της.
Να, εδώ πονάω», είπε ανασηκώνοντας τη φούστα. «Εδώ κάτω από το κιλοτάκι μου».

Νόμιζα πως θα 'φτανε το τέλος. Ήδη ένιωθα τα προερωτικά μου υγρά να δραπετεύουν από τ' αρχίδια μου και διασχίζοντας με ταχύτητα τον κορμό του πούτσου μου να ξεχύνονται από τη μικροσκοπική μου τρυπούλα σ' όλη την επιφάνεια του πουτσοκέφαλού μου. Με τρεμάμενα χέρια έπιασα το λάστιχο του εσώρουχού της και το τράβηξα προς τα κάτω. Η Ράνια έριξε όλο της το βάρος στα πόδια της και ανασήκωσε το κορμί της. Το κιλοτάκι γλίστρησε προς τα κάτω αποκαλύπτοντας την πανέμορφη είσοδο του μουνιού της. Δύο μικροσκοπικά χειλάκια, κολλημένα μεταξύ τους έφραζαν τη σπηλιά της. Ψηλά, πάνω από την είσοδο, ανάμεσα στις ολόχρυσες μπουκλίτσες ξεχώρισα το δερµατάκι της κλειτορίδας της. Ροζ και ζαρωμένο φάνταζε λες και ήθελε να κρυφτεί ανάμεσα στους θάμνους των µουνότριχων της. Με τα δάχτυλα µοu παραμέρισα τα μαλάκια της. Η κλειτορίδα της ρίγησε. Πλησίασα το πρόσωπό μου και πέρασα τη γλώσσα µου µμερικές φορές πάνω της. Η Ράνια βόγκηξε από ηδονή ενώ τα µμπούτια της έσφιξαν µε δύναμη το κεφάλι µοu.

«Πιο κάτω», μου είπε. «Πιο κάτω πονάω. Άνοιξε µε προσοχή τα χειλάκια µοu να δεις. Φοβάμαι ότι η τρυπούλα μου είναι πληγωμένη». Τα δάχτυλά μου έπιασαν µε προσοχή τις κορυφές των γκρίζων μouνόχειλων της. Τα ξεκόλλησα και τα παραμέρισα στο πλάι. Η μουνότρυπά της κατακόκκινη και γεμάτη χυμούς, βρισκόταν ορθάνοιχτη µπροστά στα µάτια μου. «Βλέπεις;» µε ρώτησε µε παράπονο. «Είδες τι μου 'κανε ο παλιοµαλάκας; Φοβάμαι πως δεν θα µμπορέσω να ξανακάνω έρωτα έτσι όπως μου 'κανε το μouνάκι µου».
Με βιαστικές κινήσεις έβγαλα το παντελόνι µου. Ο πούτσος μου, έτοιμος ν' αδειάσει όλο το ψωλόχυµo που 'χε µμαζευτεί από την κάβλα που μου προσέφερε αυτό το πλάσμα, τινάχτηκε προς το μέρος της. Τον κοίταξε εντυπωσιασμένη.

«Του Πάνου ήταν μικρότερο», είπε µε θαυμασμό. «Τέτοιο τεράστιο εργαλείο δεν έχω ξαναδεί».
Τα λόγια της µε άναψαν ακόμα περισσότερο. Ήταν η πρώτη φορά που μια γυναίκα µου 'λεγε ότι είχα µμεγάλο πούτσο .. Τον έπιασα από τη βάση και τον τράβηξα προς τα κάτω. Πράγματι ήταν εντυπωσιακός. Το πουτσoκέφαλo απελευθερωμένο από το δέρμα που το κάλυπτε, φάνταζε τεράστιο και καθώς γυάλιζε από τους χυμούς που ήδη είχαν δραπετεύσει από τη μικρή του τρυπούλα έμοιαζε έτοιμο ν' ανοίξει οποιαδήποτε τρυπούλα βρισκόταν μπροστά του.
Ήμουν έτοιμος να το καρφώσω στο ορθάνοιχτο μouνάκι της όταν η Ράνια µε πρόλαβε. Έπιασε το κοντάρι µου και αφού έγλειψε και ρσ6φηξε μερικές φορές τα μπαλάκια µου, διέσχισε µε τη ζεστή της γλώσσα τον κορμό του και στο τέλος έβαλε το πουτσοκέφαλό µου ανάμεσα στα χειλάκια της. Ένιωθα το ευαίσθητο δερµατάκι να αιχμαλωτίζεται από τα χειλάκια της ενώ ταυτόχρονα η γλώσσα της πίεζε και άνοιγε την τρυπούλα του. Ξαφνικά το βύθισε μέχρι τη μέση στο βάθος του στόματος της. Τα δοντάκια της τραγάνιζαν απαλά το πρησμένο μου παλούκι. Δεν μπόρεσα ν' αντέξω άλλο. Πήρα μια βαθιά ανάσα και τίναξα το καυτό μου σπέρμα, μέσα στο ζεστό της στόμα.

Αιφνιδιάστηκε. Δεν το περίμενε. Το περισσότερο ψωλόχυµά μου κύλισε στο στομάχι της. Το υπόλοιπο πασάλειψε τη γλώσσα και τα χείλη της. Είχα τρελαθεί από κάβλα και ούρλιαζα.

«Πιες το ψωλόχυµά μου, ρούφηξε το μέχρι το τέλος, κατάπιε το. Έλα τώρα, στ' αδειάζω στο στοματάκι σου. Κοίτα πόσο χύσι μου 'κανες. Ότι υγρό έχω στ’ αρχίδια µου στο δίνω να το πιεις». Είχα τελειώσει. Αυτό το πουτανάκι µε είχε ξεζουμίσει. Το καβλί μου γλίστρησε από το στόμα της. Τ άρπαξα και έβαλα το πουτσοκέφαλό µου πάνω στο στόμα της.
«Έλα γλείφτο. Μάζεψε ότι γάλα έχει περισσέψει. Σ' αρέσει. Το ξέρω. Ρούφηξέ μου την ψωλάρα». Η Ράνια υπάκουσε. Πέρασε τη γλώσσα της μερικές φορές γύρω από το πρησμένο μου πουτσοκέφαλο γλείφοντας και καταπίνοντας όσο ψωλόχυµο είχε μείνει πάνω του. Βαριανάσαινα και ένιωθα χορτάτος από το χύσιμο που είχα κάνει αλλά ήθελα κι άλλο.
Ήθελα να ξεσκίσω το πανέμορφο μουνάκι της που ορθάνοιχτο µε περίμενε λίγο πιο μακριά. Γλίστρησα το κορμί µου ανάμεσα στα πόδια της. Με σταμάτησε. Σηκώθηκε και ντύθηκε βιαστικά.

«Είμαι σίγουρη πως ο πατέρας µου θα μου βάλει τις φωνές. Το βράδυ σίγουρα θα κοιµηθούµε μαζί. Φίλα την όρεξή σου γι' αργότερα, θα 'χουµε ένα ολόκληρο βράδυ ολόγυµνοι στο κρεβάτι. Και κάτι άλλο. Το κωλαράκι μου είναι παρθένο. Ο πρώτος που θα το πάρεις θα είσαι εσύ. Στο υπόσχομαι».
Μου 'δωσε ένα ζεστό φιλί και έφυγε.

Δεν είχα όρεξη για δουλειά. Μάζεψα τα χαρτιά και επέστρεψα σπίτι. Μπήκα στο μπάνιο. Το καβλί µου ήταν ακόµα ερεθισμένο. Η ώρα είχε περάσει. Το μυαλό µου ήταν στην Ράνια και στο γαµήσι που θα κάναμε. Σκουπίστηκα. Ήταν ώρα να πάρω τον πατέρα της, αυτόν τον αγριάνθρωπο.
Έτσι και τη χτυπήσει, σκέφτηκα, θα 'χει να κάνει μαζί µου. Απάντησε ο ίδιος. Αυστηρός όπως πάντα. Του εξήγησα. Άρχισε να µε βρίζει, µε αποκαλούσε βλάκα, ηλίθιο, ανεπρόκοπο και κάποια στιγμή μεθυσμένο. Του ζήτησα εξηγήσεις.

«Βρε ηλίθιε», µου είπε ουρλιάζοντας. «Δεν έχω κόρη. Ένα γιο έχω το ίδιο βλάκα µε σένα». Έκλεισε το τηλέφωνο µε δύναμη. Αργά σέρνοντας τα πόδια µου επέστρεψα στο μπάνιο. Μπήκα ξανά στην μπανιέρα. Το µόνο που σκεφτόµoυν ήταν πόση ώρα χρειάζεται να μείνει κανείς κάτω από το νερό για να πνιγεί.

Click here for more!