Μετά το bbq την Κυριακή του Πάσχα είμαστε πιωμένοι και φυσικά καυλωμένοι. Εγώ και ο Μήτσος θέλαμε να παρτουζοσουμε την καριολιτσα που μας είχε καλοφτιαξει. Το πήρα απόφαση τελικά και τις είπα να πάμε για καφεδάκι στο φοιτητικό μου δωμάτιο. Βλέπεις εδώ στην ξενιτιά για κάτι τέτοιες στιγμές ζούμε και εμείς οι έλληνες φοιτητές. στην αρχή ήταν δισταχτική και μας είπε ότι είναι κουρασμένη. Της είπα έτσι πιωμένος που ήμουνα ότι θα σε ξεκουράσουμε εμείς. Αυτή γέλασε γιατί πίστευε ότι το έλεγα για χαβαλέ.
Που να ήξερε η κακομοίρα ότι θα της σχίζαμε το κώλο τρία άτομα. Τελικά πείστηκε να ανέβει. Έστειλα τον Μήτσο να κουνήσει τους φραπεδες και πήγα με το μωρό στα ενδότερα. Ο Μήτσος ανυπόμονος όπως πάντα λες και δεν προλάβαινε να γαμήσει ξέχασε ο μαλάκας τα καλαμάκια. Τον έστειλα πίσω να σενιαρει τα φραπεδια και συνέχισα να συζητώ περί ανέμων και υδάτων με την πριγκηπέσα μας.
Ξαφνικά δεν κρατήθηκα και τις τραβάω ένα γλωσσόφιλο. Αυτή ταράχτηκε και μου ζήτησε να τις εξηγήσω γιατί το έκανα αυτό. Τις είπα την αλήθεια ότι με έχει κατακαβλοσει η κολάρα της και ότι ήθελα να την γλύψω. Μου είπε ότι είμαι κομμάτια και ότι δεν ξέρω τι λέω.
Δεν έδωσα σημασία στα λόγια της και άρχισα να της γλύφω το μελαχρινό λαιμουδακι της. Άρχισε να αναστενάζει και να παραμιλά λέγοντας ακαταλαβίστικες αλλά καβλοτικες κουβέντες. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε αλλά στα αρχίδια μου. Η ψωλή μου είχε αναστηθεί ( λόγο τις ημέρας μάλλον ). Η πόρτα άνοιξε και ο Μητσάρας με τους φραπεδες ήταν αυτός πους διέκοψε. Σας ενοχλώ είπε. Όχι του απαντάει το πουτανακι και με ξενέρωσε. Δεν μιλιόμουνα με την αντίδραση τις και με ρώτησε τι έχω. Τίποτα της λέω ξενερωμένος και γυρίζω το βλέμμα μου στον Μήτσο.