Όλγα, η ψυχή της παρέας
Λίγη ώρα μετά, χορεύαμε μαζί και ανταλλάζαμε συχνά φιλάκια στα κλεφτά. Της πρότεινα να φύγουμε μαζί αλλά αρνήθηκε. Μου έδωσε ωστόσο το τηλέφωνό της για να την πάρω την επομένη. Αργά το βράδυ, είπε, και δεν έκανε πίσω όσο και αν επέμενα. Δίπλωσα το χαρτάκι, το έβαλα στο πορτοφόλι μου και τη συνόδεψα στην έξοδο.
Το επόμενο βράδυ, ακριβώς την ώρα που μου είχε πει, της τηλεφώνησα. Aκoύστηκε πολύ ευδιάθετη και με κάλεσε να πάω σπίτι της. Ήμουν ήδη έτοιμος, για παν ενδεχόμενο που λένε, και έφυγα φουριόζος ξεχνώντας να κλειδώσω την πόρτα, αλλά λίγο με ένοιαζε εκείνη τη στιγμή. Μέχρι να φτάσω στο διαμέρισμά της, η στύση μου είχε σκληρύνει, μου είχε γίνει κάγκελο και με πονούσε. Τακτοποίησα το καυλί μου στο καβάλο του παντελονιού μου, φρόντισα πάντως το φούσκωμα να φαίνεται όσο περισσότερο γινόταν.
Μου άνοιξε σχεδόν μισόγυμνη και με κοίταξε κατευθείαν στα σκέλια. Ένα πονηρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της και αρπάζοντας με από τον καρπό με τράβηξε στο εσωτερικό του σπιτιού της. Έκλεισε την πόρτα πίσω μας και κόλλησε πάνω μου. Πέρασε τα χέρια της στο λαιμό μου και ένωσε τα χείλη της στα δικά μου. Ρούφηξα τη γλώσσα της στο στόμα μου και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Πίεσε τα βυζόμπαλά της στο στήθος μου και xoύφτωσα δυνατά τα πεταχτά της κωλομάγουλα. Πισωπατώντας φτάσαμε στον καναπέ και εκεί σπρώχνοντας με απαλά με ανάγκασε να καθίσω. Γονάτισε μπροστά μου και ξεκούμπωσε το παvτελόvι μου. Τράβηξε έξω το καυλί μου και το έπαιξε αργά στα δάχτυλα της. Έσκυψε και τίναξε τη γλώσσα της στην κορυφή της βαλάνου. Σκάλισε την τρυπούλα μου για λίγο και κατόπιν γλίστρησε προς τα κάτω.
Έγλειψε το χώρισμα των αρχιδιών μου και στη συνέχεια τα πιπίλησε με βουλιμία. Ορθάνοιξε τα χείλη της και έχωσε με τη μία το πρησμένο μου πουτσοκέφαλo στο λαρύγγι της. Μου έκανε μια απίθανη πίπα και εγώ τίναζα απλώς τη λεκάνη μου προς τα πάνω, βογκώντας σιγανά. Μουγκρίζοντας από την καύλα, τραβήχτηκε και ανασηκώθηκε. Έβγαλε την κιλότα της και πέρασε τα πόδια της πάνω από το μισoκαθισμένο κορμί μου. Χαμήλωσε το σώμα της αργά και βούτηξε την ψωλή μου που σπαρταρούσε από τον πόθο. Έτριψε την άκρη του καυλιού μου στα παχιά της μουνόχειλα και το έσπρωξε αργά στα βάθη του υγρού της κόλπου. Με χέρια που έτρεμαν την απάλλαξα από το σουτιέν και άρπαξα τις σφιχτές της βυζάρες στις παλάμες μου. Τις πίεσα στο πλάι, οι φουσκωμένες της ρώγες πετάχτηκαν προς τα έξω. Τις βύζαξα λαίμαργα και βύθισα τα δόντια μου στην αφράτη της σάρκα. Άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό και έσφιξε τα τοιχώματα του κόλπου της γύρω από τον χοντρό κορμό του πούτσου μου. Κόλλησε το στόμα της στο δικό μου και δάγκωσε άγρια τα χείλη μου.