Οι ιστορίες σου παλικάρι μου είναι το αντίθετο του ντεκαβλε που λένε κι οι Γαλλεζοι. Αστέρια ανεβάζεις και κατεβάζεις, αλλά ένα πράμα θέλω να ξες μόνο: είσαι ο δήμαρχος της καύλας. Σήμερα το λοιπόν δεν έχω και πολύ χρόνο, θα σου στορίσω κάτι στα τσάκα-τσάκα, έτσι για να γελάσουν κι οι κόμπρες..

Ήμουνα το λοιπόν που λες και διακοπεβα στο κάμπινγκ στον Πλαταμώνα και παραθερεβα. Εκεί γνώρισα 6 τυπακια και καλά πολύ γαμιάδες, ζούσαν στα έξω κι ήταν πολύ απελευθερωμένα, όπως λέει κι η παροιμία, σαν απελευθερωμένες περιστέρες στο χείλος της μπανανιας που κρέμεται μια ανάποδα ξυμένη φτερούγα ενός ελέφαντα που κουβαλά βαρύ αέρα. ήταν ο Γιώργος ο Πολύτεκνος (τον λέγανε έτσι γιατί είχε πάντα κοντά του πολλές για να γυαλίζει τις οπλές του), ο Γιώργος ο Μηγαμης (επειδή ήταν ωραίο παιδί, αλλά δεν τάιζε τον κώλο του) κι ο Δημήτρης ο Σαβούρας (γιατί γάμαγε μόνο σαβούρες, αλλά όλες του φαίνονταν καλές, όποτε δεν έβρεχε το μπισκότο του). Ήτανε που λες λοιπόν το τρίο τους σε μια σκηνή πολυτελείας με φερμουάρ.

Μια μέρα είχα πάει να υπογράψω στην τουαλέτα, και πετυχαίνω τον Πολύτεκνο. Μου λέει κάτι στα αγγλικά, habar yiou , κάτι τέτοιο, του λέω καλά μαναρ' μου να' ουμ. Μου λέει από που, λέω Κέρκυρα, τρελάθηκε! Μου λέει έχω καβαλήσει 4 από εκεί! Τρελάθηκα δικέ μου!! Του λέω τι λε ρε? Σοβαρά? Μου λέει νεσκε, το πιάνω να τον κάνω παρέα. Πήγαμε για έναν νεσκαφέ στο πεύκο από κάτω. Τα μιλούσαμε τα στόρια μας, ένα από δω, ένα από κει, κατα κάπου σκάνε και οι άλλοι δυο τυπισκοι. Ο ένας, ο Σαβούρας, γυρνά και λέει στον Πολύτεκνο: πρέπει να μιλήσουμε. Με κοιτά: έλα κι εσύ λέει επιβλητικά, με μια τρομαχτική τρέλα να σκαμπιλίζει τις κόρες και τους γιους των ματιών του. κοιτά τον Μηγαμή, του λέει: άντε πάνε φέρε κανα φαΐ κοπρίτη! τεμπελιάζεις σήμερα! Ο Μηγαμης αναστέναζε κι έφυγε νωχελικά, κοιτώντας με βλέμμα απλανές κάτι κωλαρακια που πέρναγαν, αουργκ!!!! φώναζαν κι οι μύγες.

Μας πιάνει σβέρκο και ώμο, μας στριγκλίζει ψιθυριστά: μαγκιοριδες, ο Μηγαμης κλείνει 25 χρόνια σήμερα, πρέπει κάτι να του κάνουμε δωρο. Γρατσουνίσαμε τις κεφαλές μας. Ένιωσα μέρος της παρέας τους. Ο τέταρτος της τριλογίας: δηλαδή ταίριαζα. Οποτε πρότεινα: Μηγαμης δεν είναι? Ας τον κάνουμε να γαμήσει. Ντρέπεται, λέει ο Πολύτεκνος. Χμμμ, λέει ο Σαβούρας. Έξαφνα, μια περίεργη γυναικοπαρεα πέρασε.... Η μια "γάβγισε" στην άλλη...Λάουρα....Να ξιογισω το γάβγισε....

είχε πολύ τραχιά και καυλιαρικη φωνή... Οι άλλες δυο ήταν επίσης πολύ "απολαυστικά κωλομαγουλα": μια κοκκινομάλλα και μια ξανθιά (αλλά όχι φυσική, γιατί φαίνονταν κάτι μουστάκια μέσα από το τανγκα, κι ήταν κατάμαυρα σαν του μπάρμπα-Μανόλη του ξυλουργού, θα σας πω άλλη φορά την ιστορία).

Τις πήραμε από πίσω...Μπήκαν σε μια σκηνή πλαστική με ρόδες, ήταν σαν τροχόσπιτο με μοτορα μάτια μου, μην με ρωτάς τεχνικούς όρους, δεν ξέρω πως το κατονομάζουν. Κάναμε μάτι από μια τζαμαρία κάπως μπουλκουμε, έβγαινε κάπως προς τα έξω. Χαϊδεύονταν... Όρτσα τα γιουρούσια!!! εφωναξαμε και μας άκουσαν...

Βγήκαν έχω...Γάβγισα σαν κανίς από την χαρά μου!! Ο Ζώης άρχισε να ορθώνεται από μέσα, τέντωνε στο κάγκελο της απόλυτης ηδονής... Η ξανθιά μου χάιδεψε το παχυτριχο στέρνο μου...

Aσε μωρή μουστακαλου της λέω, αλλά μου πιάνει το κωλεττο μου και καύλωσα.....Ο Σαβούρας είχε αλληθωρίσει... Ο Πολύτεκνος σκεφτόταν με πια να ξεκινήσει.. Ο Μηγαμης μόλις είχε γυρίσει με ένα μάτσο κονσέρβες szan salamandra .

Μας χώσανε μέσα...
Αρχίσαμε να γλύφουμε τα μουνιά των δυο, ενώ η Λάουρα κοίταζε και χάιδευε μια ζώνη που χρησιμοποιούσε που και που πάνω στην πλάτη μου σαν μαστίγιο... Αουργγγκκκ! της φωνάζω! ΣΣΣφφφφφΣΣΣΣ με χορτάσει χαστουκελαιο.

Πιάνουμε το Μηγαμή του λέμε, θα γλύψεις το μουνί της Λαουρας εσύ, χρόνια πολλά ρε φίλε!!!

Ο Μηγαμης όμως κοίταζε σαστισμένα...από κάπου την ήξερε την Λάουρα. Και, Ω, Ναι, την ήξερε: ήταν ηθοποιός μιας ανεξάρτητης παραγωγής, "ΤΡΑΒΕΛΑΔΑ ΜΕ ΠΑΓΟ: ΔΡΟΣΕΡΑ ΤΡΑΒΕΣΤΙ"...

Ο τεντωμένος της πούτσος που σφαλιαριζε τα κόκκινα μάγουλα του Μηγαμη το επιβεβαίωνε.