Η Σοφία, υπάλληλος σε σαλέ, πάντα ονειρευόταν δύο άντρες στο κρεβάτι της. Τρεις, δε, θα ήταν ένα πραγματικό αγιοβασιλιάτικο δώρο… Για τρία χρόνια την περίοδο του σκι δούλευα σε ένα γνωστό και αρκετά πολυτελές σαλέ σε κάποιο ελληνικό βουνό. Οι πελάτες με συμπαθούσαν, υπήρχε όμως πάντα ένας χρυσός κανόνας: Μην μπλέκεις μαζί τους, κράτα πάντα τις αποστάσεις.
Το σαλέ μας είχε έξι δωμάτια και κυρίως προσήλκυε ζευγάρια, αλλά και κάποιους μόνους. Πρόσεξα τον Αντώνη από τη στιγμή που βγήκε απ’ το λεωφορείο.

Ήταν γύρω στα 25, μετρίου αναστήματος, με ένα καλογυμνασμένο κορμί που διαγραφόταν κάτω από το τζάκετ του. Αυτό που πραγματικά με γοήτευσε ήταν τα μαλλιά του. Κατάμαυρα, ίσια και χτενισμένα προς τα πίσω. Κοίταξα τριγύρω για να εντοπίσω τη σύντροφο του, όμως ο Αντώνης είχε έρθει με κάποιο φίλο του, που ήταν εξίσου όμορφος. Η καρδιά μου μαύρισε – τα συνηθισμένα. Γιατί αυτοί που μου αρέσουν να είναι πάντα ομοφυλόφιλοι; Φόρεσα το επαγγελματικό μου χαμόγελο και προχώρησα για να τους καλωσορίσω όλους στο θέρετρο.



Ο Αντώνης κι ο Βασίλης θα έμεναν στο ίδιο δωμάτιο. Έδειξαν όμως αμήχανοι όταν είδαν το διπλό κρεβάτι. Τελικά αποδείχτηκε ότι η γυναίκα του Βασίλη είχε σπάσει το πόδι της και ο Αντώνης ήταν ένας φίλος από τη δουλειά, που πήρε τη θέση της την τελευταία στιγμή. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Ήταν η καλύτερή μου φαντασίωση: ένα τρίο με δύο άντρες. Ο Αντώνης κι ο Βασίλης ήταν ακριβώς ό,τι έπρεπε.

Τις επόμενες μέρες τους φλέρταρα διακριτικά και την τελευταία νύχτα το γκρουπ αποφάσισε να βγουν όλοι έξω για ένα αποχαιρετιστήριο γεύμα. Ο Αντώνης κι ο Βασίλης μπήκαν στην κουζίνα όπου ετοίμαζα το φαγητό για την επόμενη μέρα. Δεν περίμενα να τους ξαναδώ. Εκείνοι όμως είχαν αποφασίσει να αφήσουν το γεύμα και να χωθούν σε κάποιο μπαράκι. Με ρώτησαν μήπως ήθελα να πάω μαζί τους. Λίγο αργότερα είχαμε μεθύσει εντελώς και η κουβέντα ήρθε στις φαντασιώσεις. Πήρα μια βαθιά ανάσα και τους είπα τη δική μου. Αμέσως μόλις άρχισα να την περιγράφω, ο ερωτισμός μεταξύ μας άρχισε να γίνεται ολοφάνερος – ήταν σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος μέσα στο μπαρ.

Γυρίσαμε στο σαλέ, το οποίο ήταν ακόμα σκοτεινό. Χωθήκαμε στο δωμάτιο τους και κατεβάσαμε σχεδόν ένα ολόκληρο μπουκάλι ουίσκι. Καθόμασταν στο κρεβάτι όταν ο Αντώνης με τράβηξε προς το μέρος του και με φίλησε απαλά. Τον φίλησα κι εγώ. Ο Βασίλης έσβησε το φως και κάθισε στην πολυθρόνα. Γύρισα προς το μέρος του και του είπα: «Έλα, Βασίλη, δε θέλεις να δοκιμάσεις κι εσύ λίγο;». Ξάπλωσα ανάσκελα στο κρεβάτι, με τον Αντώνη και τον Βασίλη δίπλα μου. Κανείς τους δεν έμοιαζε και τόσο σίγουρος για το τι έπρεπε να κάνει, κι έτσι πήρα εγώ την πρωτοβουλία.

Γδύθηκα αργά και μετά άρχισα να βγάζω και τα δικά τους ρούχα. Έβαλα το χέρι του Βασίλη στο εσωτερικό του μηρού μου και τα στήθη μου στο πρόσωπο του, ενώ φιλούσα και αυνάνιζα τον Αντώνη. Η αίσθηση τού να με χαϊδεύουν δύο άντρες ήταν ασύλληπτη. Ο Βασίλης προχωρούσε σταδιακά προς την κλειτορίδα μου και μου έκανε στοματικό έρωτα, ενώ ο Αντώνης έγλειφε τις θηλές μου. Τράβηξα τον Αντώνη στην κορυφή του κρεβατιού και άρχισα να του κάνω στοματικό έρωτα. Ήξερα ότι ήμουν έτοιμη να τελειώσω, αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.

Κανείς μας δεν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά ακόμα δεν ξέρω ποιος ήταν. Αισθάνθηκα τον άγνωστο να ξαπλώνει κι αυτός γυμνός δίπλα μου. Το κορμί του ήταν νεανικό και ζεστό. Για να είμαι ειλικρινής, ήμουν τόσο ερεθισμένη και χαμένη, που δε με ένοιαζε τίποτα. Γύρισα και φίλησα τον άγνωστο. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο για τον Βασίλη, ο οποίος τελείωσε ορμητικά. Έφερα τον άγνωστο πάνω μου και κάναμε γρήγορο και παθιασμένο σεξ, καθώς ο Αντώνης αυνανιζόταν δίπλα μας. Πρώτα τελείωσε ο Αντώνης και μετά ο άγνωστος. Κατέβηκε από πάνω μου και ξαπλώσαμε και οι τέσσερις στο κρεβάτι κατάκοποι. Είχα ζήσει τη σεξουαλική εμπειρία μιας ζωής, αλλά αυτό που ήθελα να κάνω εκείνη τη στιγμή ήταν να ντυθώ και να εξαφανιστώ από εκεί. Περίμενα μέχρι που άκουσα ροχαλητό και έφυγα.

Το πρωινό ήταν ένας εφιάλτης. Μπορούσα να αντιμετωπίσω τον Αντώνη και τον Βασίλη, που απέφευγαν να με κοιτάζουν στα μάτια, αλλά μην ξέροντας ποιος ήταν ο άγνωστος και πόσοι άλλοι ήξεραν για την ιστορία ένιωθα τρομερά ταπεινωμένη.
Ευτυχώς, κάποια στιγμή ήρθε το πούλμαν και τους πήρε όλους για το αεροδρόμιο.

Ο Αντώνης έμεινε επίτηδες τελευταίος. Καθώς με αγκάλιαζε, μου μου έβαλε στην τσέπη ένα χαρτάκι με τον αριθμό του τηλεφώνου του. Δεν του τηλεφώνησα ποτέ. Λυπήθηκα γι’ αυτό, γιατί ο Αντώνης ήταν ελεύθερος και, αν δεν είχαν εμπλακεί και άλλα άτομα, ίσως κάτι να είχε γίνει μεταξύ μας. Εγώ όμως δεν μπορούσα να το πάω πιο μακριά μετά απ’ αυτό που είχε συμβεί.