Η ιστορία ξεκινά 15 χρόνια πριν. Γνώρισα την Έλενα στο δημοτικό. Γίναμε αμέσως αχώριστες. Μας ένωναν πολλά κοινά: κοινά ενδιαφέροντα, κοινές παρέες, ίδια τάξη, ίδια γειτονιά. Και το κυριότερο, και οι δύο αγοροκόριτσα, ΚΑΙ ασχημόπαπα.
 
 Στο λύκειο η φιλία μεγάλωσε και δοκιμάστηκε από πολλές καταστάσεις. Φτάσαμε το σημείο να ζούμε η μια στο σπίτι της άλλης, ούτε ο ύπνος δε μας χώριζε. Συνεχίζαμε να είμαστε τα ίδια αγρίμια που ήμασταν παλαιότερα με μια διαφορά: της Έλενας της άρεσαν τα αγόρια. Και ένα πρόβλημα: την Εύη τη μεγαλύτερη αδερφή της. Κάθε φορά που άρεσε στην Έλενα κάποιο αγόρι, η Εύη φρόντιζε να το μάθει (τι δεν μπορείς να ακούσεις πίσω από κλειστές πόρτες στο ίδιο σπίτι) και κάπως να τα «φτιάξει» μαζί του. Μην νομίσετε ότι η Εύη ήταν καμιά γκομενάρα. Κοντούλα και αδυνατούλα, εξέπεμπε ένα ύφος όμως πουτανιάς και αθωότητας και σου έδινε συνέχεια την εντύπωση του αδύνατου μωρού που ζητά προστασία. Όπως η ίδια μου εξομολογήθηκε αργότερα την ‘έβρισκε’ να παίρνει τους γκόμενους από την αδερφή της, της τόνωνε τον εγωισμό. Η Έλενα ήταν απελπισμένη. Εγώ δεν την καταλάβαινα.
 
 Αφησα πίσω μου αυτή την κατάσταση στα 17 μου και έφυγα για σπουδές. Γύρισα πίσω για πρώτη φορά στα 20. Βρήκα την Έλενα όπως την άφησα, την Εύη να δείχνει ακόμα πιο αβοήθητη και αθώα και την κατάσταση μεταξύ τους χειρότερη από ποτέ. Η Έλενα είχε ερωτευτεί πριν ένα χρόνο τον Αντρέα, ένα κολυμβητή με υπέροχα μάτια, τέλειο κορμί και εξαιρετικό πισινό. Η Εύη τα είχε «φτιάξει» μαζί του πριν 9 μήνες.
 
 Κάτι όμως που είχε αλλάξει ήμουν εγώ. Τα σγουρά μαλλιά μου είχαν για πρώτη φορά σχηματίσει ξανθοκάστανες μπούκλες μέχρι τη μέση, η συνεχής γυμναστική μου είχε χαρίσει μια λεπτή μέση και όμορφα πόδια και το κυριότερο, το ντύσιμό μου τα έδειχνε όλα αυτά και σε τίποτε δεν θύμιζε τη Γιολάντα που είχε φύγει πριν 3 χρόνια. Είχα μπροστά μου ένα καλοκαίρι να ξαναδώ τη φίλη μου.

Ποτέ μου δεν τον συμπάθησα τον Αντρέα. Ήταν εγωιστής, φαφλατάς, νόμιζε πως ήταν το θείο δώρο για τις γυναίκες. Έβλεπα την Έλενα να λιώνει κάθε βράδυ που τον έβλεπε και απορούσα τι του βρήκε. Πολλές φορές μου είπε ότι ήξερε πως δεν θα τον έχει ποτέ, ήθελε όμως την αδερφή της να νιώσει έστω μια φορά όπως την έκανε να νιώθει την ίδια. Μέχρι που ένα βράδυ, μισομεθυσμένη, μου το είπε στα ίσια. «Θέλω να μου κάνεις μια χάρη, ξέρω πως θα θυμώσεις, αλλά το θέλω. Τον Αντρέα τον έχω χάσει και το ξέρω, αλλά θέλω την Εύη να νιώσει πώς είναι και να σταματήσει αυτό το μαρτύριο.» «Δεν έπιασα τι ακριβώς θέλεις να κάνω.» Η Έλενα χαμογέλασε με το διαβολικό χαμόγελο που ακολουθούσε τις αταξίες των παιδικών μας χρόνων: «Σιγά που δεν το’πιασες.»

Ποτέ μου δεν κατάφερα να αντισταθώ σε αυτό το χαμόγελο. «Ας πούμε ότι κατάλαβα και ότι δεν έχω τρελαθεί με αυτά που ακούω. Ο Αντρέας είναι με την Εύη, τι να κάνω να του ριχτώ?» Το χαμόγελο έγινε μεγαλύτερο. «Νομίζω ότι δεν έχεις κάποιες αντιλήψεις της πραγματικότητας μωρό μου, ποτέ σου δεν είχες. Απλά πες ναι.» Η συζήτηση έκλεισε εκεί.

Το επόμενο σαββατοκύριακο είχαμε οργανώσει μια εξόρμηση η παρέα. Οχτώ άτομα με τα αντίσκηνά μας σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία: στην άκρια ενός γκρεμού. Πλάι μας ένα μονοπάτι οδηγούσε στην πιο υπέροχα παρθένα παραλία που είδα ποτέ.

Για πρώτη φορά τον παρατηρούσα τον Αντρέα. Με κοίταζε με ένα τρόπο που με έκανε να νιώθω άβολα, με άγγιζε τυχαία και το άπλωμα του λαδιού εξελισσόταν σε μια ιεροτελεστία μασάζ όταν με άγγιζε. Έβλεπα το μαγιό του να φουσκώνει μόνο που με κοίταζε και αναρωτιόμουν γιατί η ηλίθια δεν είχα καταλάβει τίποτα. Το θέμα ήταν τι θα έκανα τώρα. Αποφάσισα να περιμένω την πρώτη κίνηση και … ότι βρέξει ας κατεβάσει.

Η οποία κίνηση δεν άργησε να γίνει. Το ίδιο βράδυ παίχτηκε η κλασσική «παρτίδα» τέτοιων εξορμήσεων (τουλάχιστον των δικών μας). Από πολύ νωρίς ξεκίνησε η άφθονη κατανάλωση κάθε τι αλκοολούχου (και όχι μόνο) και η βαθυστόχαστη συζήτηση. Ένας μετά τον άλλο παραδίναμε τα όπλα. Πρώτη έφυγε η Εύη. Τελευταίοι μείναμε οι τρεις μας: Αντρέας, Έλενα, Γιολάντα.

Η αλήθεια είναι ότι κώλωσα, κώλωσα αφάνταστα. Ήμουν έτοιμη να εξαφανιστώ στη σκηνή όταν η Εύη με κοίταξε χαμογελώντας και ανακοίνωσε ότι πάει για ύπνο. Ποτέ μου δεν κατάφερα να αντισταθώ σε αυτό το χαμόγελο…

Η ατμόσφαιρα έγινε τόσο αποπνιχτική που νόμιζες ότι θα την κόψεις με το μαχαίρι. «Πάμε στην παραλία?» Ούτε εγώ αναγνώρισα τη φωνή μου όταν ψιθύρισα ναι.

Ξαπλώσαμε ανάσκελα και ξεκινούσαμε να συζητούμε περί ανέμων και υδάτων. Η αμηχανία μου ολοφάνερη, αλλά ο μου φόβος ακόμα μεγαλύτερος. Σχεδόν άρχισα να τρέμω μόλις μου είπε «έχεις τους πιο τεντωμένους μυς που έχω δει ποτέ. Για γύρισε να σου κάνω λίγο μασάζ».

Δεν το πίστευα. Ήμουν στη μέση του πουθενά, ξαπλωμένη μπρούμυτα με ένα άντρα γονατισμένο πάνω μου να μου κάνει μασάζ. Ένα άντρα που μέχρι χθες δεν ήξερα, ένα άντρα που ούτε καν μου άρεσε. Αλλά αυτό που δεν πίστευα καθόλου είναι ότι μου άρεσε αυτό που μου έκανε. Ξεκίνησε δυνατά χωρίς ίχνος ρομαντισμού να μου πιάνει και να μου χαλαρώνει τους μυς. Ασχολήθηκε με τους μυς των ποδιών για πολύ ώρα, προσπέρασε το «επίμαχο» σημείο και άρχισε να δουλεύει την πλάτη και τα χέρια. Συνέχισε για αρκετή ώρα χωρίς να κάνει καμιά άλλη κίνηση και εκεί που άρχισα να πιστεύω ότι μάλλον είχα κάνει λάθος, άλλαξε τακτική. Οι κινήσεις του έγιναν αργές, το άγγιγμα του σταμάτησε να με πονά, είχε μετατραπεί σε χάδι. Ένιωθα τα ακροδάχτυλά του να εξερευνούν την πλάτη μου, τις ρώγες μου να καυλώνουν σε σημείο που με πονούσαν και το μουνάκι μου ν υγραίνεται σε απίστευτο βαθμό και ήθελα να βάλω τις φωνές. Ένα συγκεκριμένο σημείο χαμηλά στην πλάτη μου είναι τόσο ευαίσθητο που κάθε φορά που το άγγιζε με έπιανε ηλεκτρισμός (και δεν παρέλειπε να το κάνει συνέχεια).

«Ξέρεις, συνήθως στον έρωτα πάντα παίρνω και βαριέμαι όταν δίνω. Όμως ο τρόπος που αντιδρά το κορμί σου όμως με έχει καυλώσει αφάνταστα.» Με αυτά τα λόγια γέμισε τις παλάμες του χοντρή άμμο και με αυτή ξεκίνησε να χαϊδεύει τα ευαίσθητα σημεία μου. Την πλάτη μου κάτω χαμηλά, τον λαιμό μου. Όταν με γύρισε ανάσκελα και χούφτωσε απότομα τα στήθη μου νόμισα ότι θα πεθάνω από τον πόνο, ένα πόνο που μου άρεσε όσο τίποτα. Έπαιξε με τις ρώγες μου αργά, όταν τις τράβηξε απότομα ένιωσα την απόλυτη καύλα. Ήξερα ότι οι λόγοι που με οδήγησε εκεί δεν ήταν οι καλύτεροι αλλά το απολάμβανα όσο τίποτα.

«Θα προχωρήσω μόνο αν το θες εσύ μωρό μου» Τον κοίταξα με το πιο διαβολικό χαμόγελό μου και χούφτωσα το ολοφάνερο εξόγκωμα στο μαγιό του «Ι think that’s not an option».

Στάθηκα μπροστά του και αργά αφαίρεσα το μικροσκοπικό μαγιό μου. Πετάχτηκε όρθιος, με φιλούσε και με χούφτωνε όπου έφτανε σαν τρελός. Τον έσπρωξα απαλά να ξανά ξαπλώσει και θέλησα να ανταποδώσω το προηγούμενο μασάζ. «Αγγιξε με μωρό μου, πάρε με στα χέρια σου παίξε με την πούτσα μου, κάνε κάτι γαμώτο μη με βασανίζεις άλλο.» Τώρα εγώ είχα ένα πρόβλημα. Δεν ήξερα καθόλου πώς να τον πιάσω και τι να κάνω για να τον ευχαριστήσω ή έστω να μην τον πονέσω. Κοίταξα επιφυλακτικά το καυλωμένο πέος του το οποίο ήταν υπέροχο. Μακρύ, ροζ με ένα κόκκινο, όμορφο κεφαλάκι. Τέλειο! Εντελώς ενστικτωδώς έβαλα τη γλώσσα μου στο κεφαλάκι και την έπαιξα απαλά. Το μουγκρητό του μου έδωσε να καταλάβω ότι έκανα καλά και προχώρησα. Αργά αλλά σταθερά άρχισα να παίρνω τη γλώσσα μου πάνω κάτω και να απολαμβάνω την αίσθηση του δέρματός του που ανατρίχιαζε, τους σπασμούς του πούτσου του όταν τον άγγιζα σε κάποια σημεία και τα μουγκρητά του. Φώναζε και μούγκριζε σαν αγρίμι και όταν πια έβαλα ολόκληρο το πέος του στο στόμα μου σταμάτησα αμέσως γιατί από τα μουγκρητά του νόμισα ότι θα μου μείνει στα χέρια.

«Όχι μωρό μου, όχι καύλα μου, μη σταματάς, μη σταματάς γαμώτο μου». Ξανάβαλα απότομα το πέος του στο στόμα μου, ένιωσα το κεφαλάκι στο λαρύγγι και άρχισα να καταπίνω. Επέστρεψα στο κεφαλάκι, το έπαιξα με τα χείλη μου και επανέλαβα την ίδια διαδικασία ενώ ο Αντρέας είχε σίγουρα ξυπνήσει ολόκληρη την παρέα με της φωνές του. Τελείωσε μέσα σε βογκητά και εγώ κατάπια την κρέμα του μέχρι την τελευταία σταγόνα.

Και φυσικά…. Έμεινε καυλωμένος. Χωρίς καθόλου να σταματήσει με άρπαξε με τον πιο βίαιο τρόπο και με πέταξε ανάσκελα. Έπαιξε με την κλειτορίδα μου για πολύ λίγο, όσο του χρειαζόταν για να βάλει ένα προφυλακτικό (που το βρήκε εκεί που ήμασταν … )και μπήκε μέσα μου τόσο απότομα που μου κόπηκε η αναπνοή. Ο πόνος που ένιωσα δεν είχε προηγούμενο, για μια στιγμή μαύρισαν όλα και δεν ένιωθα τίποτα. Έμεινε μέσα μου ακίνητος για μερικά λεπτά κρατώντας αγκαλιασμένη μέχρι να τον συνηθίσω. Με κρατούσε και με φιλούσε με τέτοιο τρόπο που δεν πίστευα ότι μπορεί κάποιος που σε αγκαλιάζει τόσο τρυφερά μπορεί να προκαλέσει τέτοιο πόνο. Έμεινε να με κοιτάει στα μάτια και ξεκίνησε να κινείται απαλά, μέχρι που είδε στο πρόσωπο μου ότι δεν ένιωθα πια πόνο. Είχε εξαφανιστεί και το μόνο που έμεινε ήταν οι επιθυμία μου. Η επιθυμία μου να τον νιώσω να κινείται, δυνατά, άγρια, να τον νιώσω να με χτυπάει. Η επιθυμία μου να συνεχίσει να με γαμάει μέχρι που να λιποθυμούσα από εξάντληση. Ξεκίνησα να αναστενάζω εγώ αυτή τη φορά και να τον παρακαλάω με βραχνή φωνή να μη σταματήσει ποτέ. Όταν απότομα με γύρισε και αντέστρεψε τους ρόλους βάζοντάς με εμένα από πάνω άρχισα να μην ελέγχω το κορμί μου, να χτυπιέμαι, να νιώθω κύματα να ταράζουν το κορμί μου και να φωνάζω με πάθος με μια φωνή τόσο βραχνή που δεν την αναγνώριζες για δική μου. Η αίσθηση του μουνιού μου να ανοιγοκλείνει πάνω στον πούτσο του Αντρέα τον έκανε να με ακολουθήσει. Ένιωθα τον πούτσο του να έχει τρέμει μέσα μου, πραγματικά τον ένιωθα να χύνει και αμέσως οι σπασμοί του μεταδόθηκαν σαν αλυσιδωτή αντίδραση στο μουνάκι μου, δίνοντάς μου ακόμα ένα οργασμό που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Έπεσα σχεδόν λιπόθυμη πάνω του νιώθοντας πως δεν με κρατούν τα πόδια μου. Με αγκάλιασε δυνατά με τόση τρυφερότητα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ και έμεινε με το πρόσωπό του στα μαλλιά μου να ξεκουραστεί.

«Είσαι σίγουρη πως δεν θες να μου πεις κάτι?» Ανασήκωσα το φρύδι μου με απορία.
«Σχεδόν λιποθύμησες από τον πόνο, και τώρα είσαι γεμάτη αίματα. Προφανώς ήσουν παρθένα και δεν είναι δυνατό να πήγες μαζί μου από εκδίκηση, με θέλεις και εσύ, πες το μου γαμώτο.» Μπήκα στη θάλασσα να πλυθώ χωρίς να απαντήσω.

Την επόμενη μέρα ο Αντρέας ανακοίνωσε στην Εύη ότι είναι ερωτευμένος μαζί μου, η Εύη σε μένα ότι με μισεί και η Έλενα με κοίταξε με εκείνο το χαμόγελο που δεν θα μπορούσε να με επηρεάσει πια.
Click here for more!