Τα μάτια μου άνοιξαν απότομα, ακούγοντας το γνώριμο πια ήχο του κλειδιού σου στην εξώπορτα. Έκανα να σηκωθώ, να τρέξω να σε αγκαλιάσω, αλλά το μετάνιωσα και παρέμεινα ξαπλωμένη εκεί, στο τεράστιο διπλό κρεβάτι να περιμένω να εμφανιστείς μπροστά μου. Δεν άνοιξα τα μάτια όμως.

Οι ήχοι τόσο οικείοι πια, μου περιγράφανε τις κινήσεις σου στο μισοσκόταδο. Ακουμπούσες ήσυχα τα κλειδιά στο τραπεζάκι, κρεμούσες το μπουφάν σου στην καρέκλα και έβγαζες τα παπούτσια με μια κίνηση.

Πλησίαζες προς το δωμάτιο όπου κοιμόμουν, ενώ ταυτόχρονα άκουγα την αγκράφα της ζώνης σου να λύνεται. Σε καταλάβαινα να γέρνεις λίγο μπροστά από την κάσα της πόρτας για να με κρυφοκοιτάξεις... έβγαζες ένα αναστεναγμό προσμονής και μετά συνέχιζες να ξεντύνεσαι γρήγορα, αλλά όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Τα βλέφαρά μου παρέμεναν ερμητικά κλειστά, αλλά το κορμί μου αποφάσιζε να αλλάξει στάση, μόλις εσύ έμπαινες στο δωμάτιο. Σαν να σε καλούσε να έρθεις κοντά του... Με μια αργόσυρτη κίνηση, τεντωνόταν νωχελικά από μόνο του, σαν να ήθελε να ξεμουδιάσει και -πάντα δήθεν τυχαία- τα χέρια μου έσπρωχναν ή τραβούσαν το πάπλωμα έτσι ώστε να αποκαλύπτεται το ημίγυμνο σώμα μου.

Με το που άκουγα το ερεθισμένο «μμμμμμμμ, μωρό μου», έκανα την επόμενη κίνηση. Αισθανόμουν τα μάτια σου καρφωμένα πάνω μου, να ψαχουλεύουν το κορμί μου, καθώς εσύ ξεντυνόσουν κι αυτό με έκανε να θέλω να σε προκαλέσω. Γυρνούσα μπρούμυτα, παριστάνοντας την ενοχλημένη για τους ήχους που προσπαθούσαν να με ξυπνήσουν, και έσφιγγα στην αγκαλιά μου το μαξιλάρι, τεντώνοντας όσο περισσότερο γινόταν το κορμί μου.

Το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο. Το μεταξωτό και κοντό νυχτικάκι, ανέβαινε χαϊδεύοντας τους μηρούς μου και προκλητικά, σταμάταγε λίγο πιο πάνω από τις καμπύλες των γλουτών, αποκαλύπτοντάς σου, ότι δε φορούσα κυλοτάκι. Βολευόμουν στη στάση αυτή και περίμενα τη δικιά σου κίνηση... Πλησίαζες το κρεβάτι αθόρυβα και ολόγυμνος πια, τραβούσες προσεκτικά για να μην ξυπνήσω, τα σκεπάσματα από πάνω μου. Ήξερα ότι θα με παρατηρούσες καλύτερα και θα άρχιζες να με ξυπνάς όπως εσύ ήξερες... Με τα μάτια να παραμένουν κλειστά, ένιωθα το πρώτο, ανεπαίσθητο άγγιγμά σου, πρώτα στο λεπτό δέρμα πίσω ακριβώς από τα γόνατα.
Μετά τα δάχτυλά σου άρχιζαν να χαϊδεύουν απαλά όλο το πίσω μέρος του κορμιού μου, διαγράφοντας νοερά τους μηρούς, πλησίαζαν το σημείο όπου αρχίζει να σχηματίζεται το κωλαράκι, και σταματούσαν πάνω στα κωλομάγουλα. Οι αντιδράσεις μου σε καθοδηγούσαν σταθερά προς το στόχο μου. Το δέρμα μου ανατρίχιαζε στο άγγιγμά σου, η στάση του σώματός μου χαλάρωνε, γινόταν πιο προκλητική, το κωλαράκι μου τουρλωνόταν αυτόματα και τα πόδια μου μισάνοιγαν για να σε διευκολύνω. Συνέχιζες να με χαϊδεύεις πιο αισθητά τώρα.

Τα ακροδάκτυλά σου ακουμπούσαν ήδη τα μεγάλα μουνόχειλα και ανακαλύπτοντας την υγρασία μου, προχωρούσες ακόμη πιο σίγουρος. Σάλιωνες τα δάχτυλά σου και συνέχιζες το αργό, αλλά ηθελημένο, βασανισμό μου. Με τις άκρες των δαχτύλων σου πείραζες την κλειτορίδα μου, που είχε ήδη αρχίσει να φουσκώνει και μετά έτριβες απαλά, πρώτα τα μικρά μουνόχειλα και μετά την είσοδο του κόλπου μου. Αμέσως πλημμύριζα απ΄ τα υγρά μου κι εσύ συνέχιζες, πιο επικεντρωμένος στο μουνάκι μου, να με ερεθίζεις, γλιστρώντας ελάχιστα μέσα μου. Το καταλάβαινα ότι καύλωνες. Δεν σε διέκοπτα όμως. Σε άφηνα να με καυλώνεις όλο και περισσότερο, ενώ μου ξέφευγαν μικρά κλαψουρίσματα ικεσίας και η ανάσα μου γινόταν πιο βαριά.

Τώρα τα δάχτυλά σου κινούνταν πιο σίγουρα και ένα από αυτά έσπρωχνε τολμηρά την μουνότρυπά μου. Γλιστρούσε μέσα μου αργά, βασανιστικά, αναπαυόταν μέσα μου για λίγο και συνέχιζε και πάλι, μέχρι που σταμάταγες τα χάδια, και πλησίαζες το στόμα σου κοντά στο μουνάκι μου. Αισθανόμουν την καυτή ανάσα σου να με απειλεί, κι όταν πια η γλώσσα σου ακουμπούσε επιτέλους την κλειτορίδα μου, τα πόδια άνοιγαν ακόμα περισσότερο για να την υποδεχτούν. Υποδυόμουν ότι μόλις είχα ξυπνήσει. Με τη γλώσσα σου να τρέχει από την κλειτορίδα μου στην κωλοτρυπίδα, και πίσω, το μουνάκι μου γινόταν ακόμα πιο μούσκεμα.

Το κορμί μου αποφάσιζε να αλλάξει θέση και, ανάσκελη πια, το βλέμμα μου καρφωνόταν στο θέαμα, που μέχρι πριν η φαντασία μου «έβλεπε». Τα πόδια μου ήταν ορθάνοιχτα και ελαφρά ανασηκωμένα, την ώρα που τα χείλη σου ρουφούσαν αχόρταγα την καυλωμένη κλειτορίδα μου. Την πίεζες, πότε βασανιστικά με τα χείλη, πότε απαλά με τα δόντια, η γλώσσα σου δεν ξεκολλούσε από πάνω της, παρά μόνο για να βουτήξει για λίγο στο μουνάκι μου. Η ανάσα μου είχε γίνει βογκητό, τα χέρια μου χούφτωναν τα βυζιά μου και έτριβαν τις θηλές μου δυνατά, κι εσύ εξακολουθούσες να με τρελαίνεις με το γλυφομούνι αυτό, ενώ δύο δάχτυλα σου με γαμούσαν αργά και σταθερά. Έπιανα το κεφάλι σου με τα δύο μου χέρια, τα δάχτυλά μου προσπαθούσαν τα ακολουθήσουν την πορεία της γλώσσας σου.

Εσύ, βίαια σχεδόν, άρπαζες τα πόδια μου και τα ανασήκωνες ψηλά μέχρι κοντά στους ώμους μου, ανοίγοντάς τα διάπλατα, την ώρα που ο πρώτος οργασμός μου ερχόταν και με κυρίευε λυτρωτικά, σύντομος μα και ο πιο μακρόσυρτος μαζί, καθώς μετά δεν είχε τέλος...
Με ρουφούσες αχόρταγα την ώρα που τελείωνα, χωρίς να σταματάς όμως, γιατί ήξερες ότι από την ώρα εκείνη και μετά οι οργασμοί μου δε θα τελείωναν ποτέ, αν εσύ δεν σταματούσες να με γλύφεις.

Όλο μου το είναι είχε μεταφραστεί στους πολλαπλούς κι απανωτούς οργασμούς που μου χάριζε η εκπαιδευμένη γλώσσα σου...
Click here for more!