Ερωτικές Ιστορίες - “Δεν το πιστεύω!” είπα από μέσα μου μόλις αντίκρισα την Νανά να μπαίνει μέσα στο μαγαζί. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που την είδα, τα Χριστούγεννα του 2002, είχε αλλάξει πάρα πολύ.
Δεν ήταν εκείνο το κορίτσι με τα σιδεράκια και τα κόκκινα μάγουλα, το οποίο αποφάσισε να φύγει για σπουδές στην Γερμανία. Ήταν πλέον μια ολοκληρωμένη γυναίκα πολύ όμορφη και γοητευτική και προπάντων με έναν “αέρα” τελείως διαφορετικό. Πίσω της ερχόταν ο Παντελής καλό παιδί και φίλος, με τον οποίο είχαν δεσμό 2,5 χρόνια, αυτός σπούδαζε Αγγλία και αυτή Γερμανία, ποτέ δεν κατάλαβα το είδος της σχέσης τους.

Έμεινα για λίγο “κολλημένος” να κοιτάζω την Νανά δεν μπορούσα να πιστέψω τις αλλαγές που είχε κάνει. Πίσω από τον Παντελή ερχόταν ένα ψηλό παιδί το οποίο έβλεπα για πρώτη φορά στην ζωή μου, αλλά η “σφαλιάρα” θα ερχόταν από αλλού, από κάπου που πραγματικά δεν περίμενα. Μου σύστησαν το παιδί “από εδώ ο Δημήτρης” λέει η Νανά, “χάρηκα πολύ” απαντώ εγώ, που να φανταστώ ότι αυτό που του είπα θα το μετάνιωνα χίλιες φορές την επόμενη στιγμή.

Ξαφνικά και ενώ πήγαινα καθίσω στην θέση μου με την παρέα που ήμουν, ακούω μια φωνή να μου λέει:

-    “Εμένα δεν θα με χαιρετήσεις;”

Τα πόδια μου πάγωσαν, κοκάλωσαν. Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Αυτή η φωνή… “Θεέ μου” είπα “κάνε να μην είναι αλήθεια”.

Γύρισα αργά για να κοιτάξω αυτό που απευχόμουν να είναι. Η ευχή μου δεν πραγματοποιήθηκε. Ήταν αυτή. Την ξαναέβλεπα έπειτα από 6 χρόνια, δεν πίστευα στα μάτια μου. Αμέσως γύρισα τον χρόνο πίσω στο όμορφο καλοκαίρι του 1995, ήταν τέλη Ιουνίου όταν γνωριστήκαμε σε μια 4ημερη εκδρομή που είχαμε πάει με το φροντιστήριο έπειτα από το τέλος των μαθημάτων. Ήταν παράδοση η εκδρομή αυτή, στην οποία μάλιστα “γεννήθηκαν” πολλοί έρωτες, από τους οποίους μερικοί κατέληξαν σε γάμο και οικογένεια, και άλλοι διαλύθηκαν δυστυχώς με τον χειρότερο τρόπο.

Ξεκινήσαμε Παρασκευή πρωί για την Χαλκιδική, όπου θα κατασκηνώναμε σε γνωστό camping  στο πρώτο πόδι. Ένα λεωφορείο γεμάτο από νέα παιδιά που έσφυζαν από ζωή, κέφι, ζωντάνια και όρεξη για να περάσουν καλά. Σε όλη την διαδρομή τα γέλια, τα τραγούδια και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν, εμείς τα αγόρια σαν “μάγκες” που ήμασταν είχαμε επιλέξει να καθίσουμε στην λεγόμενη  γαλαρία μιας και κάναμε τον περισσότερο χαβαλέ και σαματά. Οι φωνές μας ήταν τόσο δυνατές που πολλές φορές οι οδηγοί και τα πληρώματα των υπόλοιπων αυτοκινήτων να γυρίσουν και να μας κοιτάνε, με νοσταλγία για τα δικά τους νεανικά χρόνια, στέλνοντας μας παράλληλα τα χαμόγελα τους και την αυθόρμητη κίνηση των χεριών τους που έκαναν ώστε να μας χαιρετίσουν.

Η διαδρομή κυλούσε όμορφα η διάθεση στο κατακόρυφο, ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που πηγαίναμε κάπου χωρίς τους γονείς μας, ελεύθεροι από την επιτήρηση τους τα “όχι” τους και τα “μη” τους. Σε μια στιγμή αρχίσαμε τα ανέκδοτα, αγαπημένο θέμα της εποχής. Η Νανά με την Μαίρη καθόντουσαν δυο θέσεις πιο μπροστά από εμάς και δεν είχαν σχεδόν καθόλου συμμετοχή στα τεκταινόμενα, συζητούσαν χαμηλόφωνα τα δικά τους, και με το ζόρι τους έπαιρνες δυο κουβέντες. Τις πλησίασα και τις παρότρυνα  να πάρουν μέρος και αυτές στα πειράγματα και στην διασκέδαση. Η Νανά τότε μου απάντησε ευγενικά πώς ίσως έρθουν αργότερα πίσω μαζί μας, αντίθετα η Μαίρη με  κοίταξε με ένα έντονο βλέμμα και μου απάντησε πως προτιμούν να τα λένε οι δυο τους. Τότε της απαντώ:

-    “Δεν είναι κακό να συμμετέχεις σε κάτι το οποίο είναι διασκεδαστικό. Χαλάρωσε, άλλωστε σε εκδρομή είμαστε και θέλουμε όλοι να περάσουμε καλά” και γύρισα πίσω στην παρέα. 

Κατά τις 12:30 – 13:00 φτάσαμε στον προορισμό μας, και αφού τακτοποιηθήκαμε ήταν η ώρα για την πρώτη βουτιά του καλοκαιριού. Αλλάξαμε και μαζί με τους συνοδούς καθηγητές κατεβήκαμε στην παραλία ο ενθουσιασμός ήταν διάχυτος και τα παιχνίδια μέσα στο νερό πολλά. Οι πρώτες πονηρές ματιές μεταξύ των αγοριών και των κοριτσιών ήταν πια γεγονός. Λογικό ήταν άλλωστε η ηλικία, το μέρος και η σχετική “ελευθερία”  το επέτρεπαν αυτό. Μετά το μπάνιο και το απαραίτητο για να φύγει το αλάτι από το σώμα ντους  μαζευτήκαμε για φαγητό, το οποίο ερχόταν από το διπλανό ξενοδοχείο και γευόμασταν ότι ακριβώς και οι πελάτες του.

Τα τραπέζια είχαν είδη καταληφθεί από τους υπόλοιπους, και έτσι εγώ με τον κολλητό μου κοιτούσαμε που θα βρούμε 2 κενές θέσεις να καθίσουμε. Σε κάποια στιγμή με σκουντάει και μου λέει:

-    “Εκεί έχει δυο κενές θέσεις, πάμε να καθίσουμε”.

Καθώς κατευθυνόμασταν προς το τραπέζι είδα ότι εκεί καθόντουσαν η Μαίρη με την Νανά. “Ωχ!” είπα από μέσα μου, “μαζί τους θα καθίσουμε;” για να διακόψει την σκέψη μου η φωνή της Νανάς, που μας πρότεινε να καθίσουμε στο τραπέζι τους. Καθίσαμε, και πάνω στο φαγητό αρχίσαμε να συζητάμε διάφορα.

Σε αυτό το σημείο ήθελα να σας πω ότι εγώ με την Νανά γνωριζόμασταν από μικρά παιδιά λόγω των γονιών μας , οπότε υπήρχε μια οικειότητα μεταξύ μας. Αντίθετα η Μαίρη ήταν καινούρια στην πόλη είχε έρθει από την Πελοπόννησο λόγω μετάθεσης των γονιών της, οπότε δεν γνώριζα τίποτα γι’ αυτήν.

Καθώς περνούσε η ώρα ο “πάγος” ανάμεσά μας άρχισε να “ σπάει” και σιγά-σιγά  αρχίσαμε να χαλαρώνουμε και να ξεθαρρεύουμε μιλώντας για διάφορα θέματα, τα οποία μας αφορούσαν. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα βρίσκαμε τόσα κινά στοιχεία με τα δυο αυτά κορίτσια, τα οποία έδειχναν στην αρχή τόσο απόμακρα, κι όμως είχα πέσει έξω, δεν ήθελα να το παραδεχτώ αλλά έτσι ήταν, είχα κάνει λάθος και αυτό δεν άλλαζε.

Η ώρα είχε πάει 15:30 και η ιδέα για έναν υπνάκο φάνταζε μοναδική. Αφού δώσαμε ραντεβού για καφέ το απόγευμα χαιρετίσαμε την Νανά και την Μαίρη και τραβήξαμε για το σπιτάκι μας. Μπήκαμε μέσα βγάλαμε τα ρούχα και πέσαμε για ύπνο. Πρέπει να μας είχε πάρει πολύ βαριά ο ύπνος γιατί ήρθαν και μας ξύπνησαν οι κοπέλες λέγοντάς μας:

-    “Η συνέπεια είναι και αυτή ένα από τα προτερήματά σας;”

Κοίταξα το ρολόι, ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, η ώρα ήταν 18:30 και εμείς είχαμε ραντεβού στις 18:00.

-    “Συγγνώμη” τους λέω, “απλά κοιμηθήκαμε λίγο παραπάνω, είναι και οι μπύρες που ήπιαμε με το φαγητό, καταλαβαίνετε…” πήγαινα να “μπαλώσω” τα αμπάλωτα μπας και σώσω το τομάρι μας.

“Γαμώτο”, λέω, “δεν λέει να τα χαλάσουμε όλα τώρα που άρχισαν να μπαίνουν σε μια σειρά”. Σηκωθήκαμε, πλυθήκαμε και ντυθήκαμε σε χρόνο ρεκόρ και τραβήξαμε για την καφετέρια, η Μαίρη και η Νανά είχαν είδη παραγγείλει και έπιναν τον καφέ τους. Παρήγγειλα δυο καφέδες και για εμάς για να ανοίξει το μάτι και έτσι αρχίσαμε ξανά την κουβέντα κυρίως, για τις πρώτες εντυπώσεις του χώρου στον οποίο ήμασταν καθώς και για τις επόμενες μέρες που είχαμε μπροστά μας, άλλωστε οι καθηγητές είχαν ετοιμάσει ένα πρόγραμμα γεμάτο δραστηριότητες, που καμία μέρα δεν θα ήταν ίδια με την προηγούμενη.

Η ώρα είχε πάει 20:00. Πληρώσαμε τους καφέδες και σηκωθήκαμε να φύγουμε, άλλωστε έπρεπε να ετοιμαστούμε για την βραδινή μας έξοδο, θα πηγαίναμε στην disco του ξενοδοχείου. Αφού χαιρετηθήκαμε δώσαμε ραντεβού έξω από το σπιτάκι τους στις 21:45 έτσι ώστε να είμαστε στις 22:00 μπροστά στην είσοδο του camping. Τα λόγια της Μαίρης καρφώθηκαν στο μυαλό μου:

-    “Μην αργήσετε πάλι, γιατί θα πάτε μόνοι σας στην disco, εντάξει;”

-    “Μια φορά τα λάθη” της απαντώ και κάνω να φύγω, ακούγοντας την φωνή της να μου λέει:

-    “Χαίρομαι που το ακούω. Ελάτε στην ώρα σας και δεν θα χάσετε, θα περάσουμε μια πολύ όμορφη βραδιά”.

Με τα λόγια αυτά της Μαίρης τράβηξα για το κατάλυμα μας προκειμένου να ετοιμαστώ για το βράδυ…

Μπήκα στο σπιτάκι μας βιαστικά. Δεν ήθελα με τίποτα να κάνω κακή εντύπωση για δεύτερη φορά. Δεν “έκρυβα” πλέον από τον εαυτό μου ότι μου άρεσε η Μαίρη. Η κοπέλα αυτή φάνταζε τόσο διαφορετική από τις υπόλοιπες στα μάτια μου,...

που με έκανε να σκέφτομαι αν ήταν όντως έτσι όπως φανταζόμουν ότι είναι.

Μπήκα για μπάνιο και καθώς το νερό έτρεχε πάνω μου διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου. Έκανα σχέδια για το πως θα περάσουμε την βραδιά, συνέχεια έλεγα στον εαυτό μου “θα κάνουμε έτσι, θα πάμε εκεί, εκείνον τον χορό θα τον χορέψουμε αλλιώς” και διάφορα άλλα τέτοια τα οποία ήθελα να κάνω.

Σε μια στιγμή μια φευγαλέα σκέψη με “ταρακούνησε”, “μα τι λέω;” Είπα “όποτε έχω κάνει πρόγραμμα έγινε ακριβώς το αντίθετο. Τι κάθομαι και σκέφτομαι μαλακίες; Θα πάμε να περάσουμε καλά και ότι γίνει”. Βγήκα από το μπάνιο και άρχισα να ετοιμάζομαι. Ο φίλος μου ο Γιάννης είχε δίλλημα στο τι να φορέσει.

-    “Πουκάμισο ή μπλουζάκι;” με ρωτάει, για να του απαντήσω:

-    “Φόρεσε ότι σε κάνει να είσαι ο εαυτός σου και να αισθάνεσαι άνετα.”

Εγώ φόρεσα ένα πουκάμισο, τζην παντελόνι έριξα και μια μπλούζα στον ώμο και ήμουν έτοιμος. Ο Γιάννης ντύθηκε με ένα εφαρμοστό μπλουζάκι και τζην παντελόνι, κλειδώσαμε το σπίτι μας και ξεκινήσαμε να πάρουμε την Μαίρη και την Νανά, άλλωστε η ώρα ήταν 21:40 δεν μας έπαιρνε να αργήσουμε περισσότερο.

Στις 21:45 ακριβώς ήμασταν έξω από το σπίτι των κοριτσιών, και πριν προλάβω να χτυπήσω την πόρτα, αυτή άνοιξε και εμφανίστηκαν μπροστά μας δυο “άγνωστες” σε εμάς γυναίκες. “Θεέ μου” είπα “πόσο όμορφες είναι!”. Η Νανά ντυμένη με ένα στενό μαύρο παντελόνι και μαύρο μπλουζάκι με τιράντες, και η Μαίρη με μια κοντή μαύρη φούστα και ένα γαλάζιο στράπλες το οποίο αναδείκνυε το στήθος της. Και οι δυο βαμμένες σαν τα μοντέλα που βλέπουμε κατά καιρούς στα περιοδικά. Η Νανά είχε κάνει μια πολύ όμορφη κοτσίδα στα μακριά καστανά μαλλιά της, αντίθετα η Μαίρη τα είχε αφήσει ελεύθερα να πέφτουν στους ώμους της. Είχε πολύ όμορφα καστανόξανθα σπαστά μαλλιά.

Είχαμε μείνει με τα μάτια γουρλωμένα μη μπορώντας να αρθρώσουμε λέξη. Την βουβαμάρα μας αυτή διέκοψε η Μαίρη λέγοντάς μας:

-    “Τελικά ήρθατε στην ώρα σας. Και ο Άγιος φοβέρα θέλει!” Για να απαντήσει ο Γιάννης:

-    “Δεν υπήρχε περίπτωση να σας στήναμε, δεν είναι του χαρακτήρα μας”.

Και μετά από αυτά αρχίσαμε να πηγαίνουμε προς την είσοδο, όπου θα μαζευόμασταν για να πάμε να διασκεδάσουμε.

Επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο που θα μας μετέφερε στο ξενοδοχείο. Δεν ήταν μακριά, 5 λεπτά ήταν η απόσταση με μεταφορικό μέσο. Μόλις φτάσαμε ανεβήκαμε στον 4ο όροφο του ξενοδοχείου όπου το πρόγραμμα είχε αρχίσει. Μπήκαμε μέσα, ο χώρος θύμιζε πάρα πολύ τις disco που βλέπαμε στις ταινίες. Αφού νόμιζα ότι κάπου από το βάθος θα εμφανιστούν οι πρωταγωνιστές των ταινιών της εποχής, ο Στάθης, η Καίτη, ο Σταμάτης, ο Πάνος, η Σοφία και τόσοι άλλοι.

Στα ηχεία ακούγονταν οι επιτυχίες της εποχής καθώς και κάποιες παλαιότερες, κάνοντας τους συνοδούς μας να αναπολούν τα δικά τους ανέμελα χρόνια. Καθίσαμε σε έναν καναπέ με πρόσωπο στην πίστα. Πολλοί από τους επισκέπτες-πελάτες του ξενοδοχείου είχαν αρχίσει να λικνίζονται στους ρυθμούς της μουσικής.

Παραγγείλαμε τα ποτά μας και αρχίσαμε μια πολύ χαλαρή συζήτηση, με θέμα την διασκέδαση σε παλαιότερες εποχές. Ο dj παρότρυνε τον κόσμο να ανέβει στην πίστα και να χορέψει. Κάπου εκεί πήρα το θάρρος και πρότεινα στην Μαίρη να χορέψουμε. Δέχτηκε την πρόταση μου και σε την επόμενη στιγμή ήμασταν στην πίστα.

Το έντονο τραγούδι διαδέχτηκε σύντομα ένα αργό μπλουζ, και η αισθαντική φωνή του dj ακούστηκε από τα ηχεία:

«Και τώρα οι γοητευτικοί καβαλιέροι ας πάρουν τις όμορφες ντάμες και να λικνιστούν σε ένα αργό μπλουζ».

Από τα ηχεία ακούστηκε το υπέροχο careless whisper ερμηνευμένο από την αισθαντική φωνή του George Michael. Όλα θύμιζαν σκηνικό δεκαετίας 1980 βγαλμένο μέσα από τις ταινίες του βίντεο τις οποίες βλέπαμε όταν ήμασταν μικρότεροι. Χαμηλά φώτα, απαλή μουσική και τα ζευγάρια να χορεύουν με το βλέμμα “καρφωμένο” το ένα στο άλλο.

Από το μυαλό μου πέρασε σαν σκέψη: “πως θα ήταν άραγε να ζούσα αυτήν την εποχή όταν πραγματικά συνέβαινε;”. Την σκέψη μου αυτή διέκοψε η φωνή της Μαίρης:

-    “Τι σκέφτεσαι; Που ταξιδεύει το μυαλό σου;”

Δεν της απάντησα. Άφησα την μουσική να παρασύρει τα βήματά μας. Δεν ήθελα με τίποτα να τελειώσει αυτή η στιγμή. Το άρωμα της όμορφο και διακριτικό, αντίστοιχο του χαρακτήρα της. Σε όλη την διάρκεια του χορού την κοιτούσα μέσα στα μάτια. Την είχα ερωτευτεί, αυτή ήταν η αλήθεια, αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Φοβόμουν τον εαυτό μου, δεν είχα ξανανιώσει έτσι ποτέ στην ζωή μου.

Η ματιά της βαθιά και έντονη κοιτούσε μια εμένα και μια το άπειρο. Το τραγούδι τελείωσε και άρχισε ένα χορευτικό κομμάτι. Πήγαμε να καθίσουμε για να πιούμε και τα ποτά μας και να μιλήσουμε με τον Γιάννη και την Νανά που τους είχαμε αφήσει ώρα μόνους. Η συζήτηση και τα γέλια διάχυτα στην παρέα, το κλίμα ιδανικό για μια εκδρομή.

Η ώρα ήταν 00:30 και από τα ηχεία ακούστηκε μια ανακοίνωση που μας ενημέρωνε ότι σε μισή ώρα να συγκεντρωθούμε στη είσοδο του ξενοδοχείου για να επιστρέψουμε πίσω. Αυτό ομολογώ ότι δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. “Πότε πέρασε η ώρα;” αναρωτήθηκα, για να με διακόψει η Νανά ρωτώντας με:

-    “Μήπως ξέρεις που είναι η Μαίρη;”

Γυρίζω δίπλα και τι να δω; Η θέση δίπλα μου άδεια…! Η Μαίρη είχε εξαφανιστεί. Θεώρησα ότι πήγε στο μπάνιο να φρεσκαριστεί, άλλωστε το κάνουν αυτό οι γυναίκες. “Αλλά πήγε μόνη της; Χωρίς την Νανά;” Σκέφτηκα. “Αυτές δεν πάνε πουθενά χώρια. Που χάθηκε τώρα αυτή;” Η επόμενη στιγμή θα έλυνε όλες τις απορίες που είχε η Νανά.

Ο Χρήστος, ένα παιδί από την διπλανή παρέα, ήρθε στο τραπέζι μας ρωτώντας μήπως ήταν ο Γιώργος μαζί μας. Η απάντηση αρνητική, αλλά το βλέμμα της Νανάς πρόδιδε κάτι άλλο, κάτι που μόνο αυτή ήξερε. Σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε προς τις σκάλες. Έτρεξα πίσω της να την προλάβω. Ήθελα να μάθω τι συμβαίνει, τι ήταν αυτό που δεν ήξερα. Σταμάτησα την Νανά στις σκάλες και της ζήτησα να μάθω τι συμβαίνει. Η απάντηση της Νανάς έπεσε σαν κεραυνός!

-    “Τιιιιιιιιιιιιιιι; Δεν είναι αλήθεια έτσι; Μου κάνεις πλάκα; Ο Γιώργος με την Μαίρη ζευγάρι;”

-    “Ναι. Ήταν ζευγάρι έναν χρόνο. Χώρισαν πριν 2,5 μήνες” μου είπε.

Κάτι έσπασε μέσα μου, δεν ήθελα να το πιστέψω. “Και ο χορός, οι ματιές που ανταλλάξαμε; Που πήγαν όλα αυτά;” Για να έρθουν  αμέσως μπροστά μου οι λοξές ματιές που έριχνε κατά διαστήματα την ώρα που χορεύαμε. “Δεν είναι δυνατόν κοιτούσε εκείνον ήταν κολλημένη πάνω μου, και κοιτούσε ΕΚΕΙΝΟΝ!”

Δεν άργησαν να ενημερωθούν οι συνοδοί μας για τις δυο απουσίες που υπήρχαν. Αφού μας κατέβασαν στην είσοδο και μας επιβίβασαν στο λεωφορείο, άρχισαν να ψάχνουν τα δυο παιδιά τα οποία ήταν κάπου μέσα στο ξενοδοχείο. Πολλοί από τους συμμαθητές μας πήγαν να βοηθήσουν στο ψάξιμο. Προσφέρθηκα να πάω και εγώ αλλά ο κύριος Στέφανος δεν με άφησε, προφανώς είχε καταλάβει το ενδιαφέρον μου για την Μαίρη. Άλλωστε ήταν ο νεότερος απ’ όλους και καταλάβαινε περισσότερα από τους άλλους.

Ένα τέταρτο αργότερα η αγωνία όλων έλαβε τέλος. Δυο καθηγητές συνόδευαν τους δυο “φυγάδες” στο λεωφορείο. Τα πρόσωπά τους σκυμμένα, αφενός γιατί έκαναν ένα ολόκληρο φροντιστήριο να ανησυχήσει, και αφετέρου γιατί είχαν πιεί. Το συμβάν για την ώρα έληξε εκεί. Μόλις φτάσαμε στο camping, οι συνοδοί μας συγκέντρωσαν όλους μπροστά από την πύλη και μας τόνισαν ότι δεν θα ανεχθούν άλλη τέτοια συμπεριφορά από κανέναν.

«Την επόμενη φορά που θα γίνει κάτι παρόμοιο, τα μαζεύουμε και φεύγουμε!»

Ήταν τα λόγια του επικεφαλή συνοδού. Με τα κεφάλια μας κατεβασμένα και την κούραση “ζωγραφισμένη” στα πρόσωπά μας, διαλυθήκαμε και ξεκίνησε ο καθένας για το κατάλυμα του. Αύριο ξημέρωνε μια νέα μέρα δραστηριοτήτων…

Η επόμενη μέρα μας βρήκε τους περισσότερους να τρώμε πρωινό και να πίνουμε καφέ, τσάι ή γάλα πριν πάμε για μπάνιο. Το χθεσινοβραδινό ξενύχτι ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές στα πρόσωπά μας, ...
γεγονός που γινόταν ακόμα πιο αντιληπτό από την βουβαμάρα που επικρατούσε στον χώρο, μην ξεχνάμε και την βραδινή κατσάδα των συνοδών.

Καθόμουν με τον κολλητό μου και πίναμε τον καφέ μας δίχως να λέμε και πολλά. Άλλωστε μετά την χθεσινή “σφαλιάρα” που “έφαγα” δεν είχα και πολύ όρεξη για κουβέντα, συνεχώς σκεφτόμουν τα γεγονότα και δεν ήθελα να τα πιστέψω. Την ησυχία μας, διέκοψε η φωνή της Νανάς που μας καλημέρισε και έκατσε δίπλα στον Γιάννη. Αφού πήρε έναν καφέ άρχισε να μας μιλάει για τα χθεσινά και πώς στεναχωρήθηκε πολύ γι’ αυτό που έγινε, μάλιστα μας είπε ότι η Μαίρη ντρέπεται να έρθει να μας μιλήσει και ειδικά σ’ εμένα, ύστερα από αυτό που έγινε.

-    “Ας κάνει ότι θέλει!” Απάντησα κάπως νευριασμένα.

Η ενόχληση μου πλέον ήταν φανερή. Δεν είχα μάθει να με χρησιμοποιούν σαν όργανο ζήλιας, και η Μαίρη αυτό ακριβώς έκανε.

Σηκώθηκα και πήγα να φορέσω το μαγιό μου, αφήνοντας τον Γιάννη και την Νανά να πίνουν καφέ και να συζητούν. Μια βουτιά ήταν ότι χρειαζόμουν για να χαλαρώσω από την ένταση που είχα. Κατέβηκα μόνος στην παραλία και μπήκα στην θάλασσα. Το κρύο νερό έκανε το κορμί μου να ριγήσει. Αργά κατευθύνθηκα προς τα μέσα ώσπου έκανα μια βουτιά και τράβηξα για τα ανοιχτά. Κολυμπούσα με θυμό και νεύρα, τόσο ώστε δεν κατάλαβα πόσο είχα απομακρυνθεί από την παραλία.

Έκανα στροφή για να επιστρέψω. Σε λίγη ώρα ήμουν καθισμένος στην αμμουδιά με τον ήλιο να έχει “ανέβει” για τα καλά. Λίγη ηλιοθεραπεία ήταν ότι έπρεπε. Την ησυχία μου, διέκοψε η παρέα των υπολοίπων παιδιών που ήρθαν με την σειρά τους να βουτήξουν στα δροσερά νερά του Αιγαίου. Ήταν όλοι εκεί εκτός από την Μαίρη και την Νανά. Ο Γιάννης ήρθε και έκατσε δίπλα μου, και μου εξήγησε όλα όσα του είπε η Νανά για την Μαίρη και τον Γιώργο.

-    “Γιατί μου τα λες όλα αυτά;” του λέω. “Δεν με ενδιαφέρει πλέον το ζήτημα. Το κατάλαβες; Δεν είμαι εγώ κανένα παιχνιδάκι στα χέρια της Μαίρης. Αν θέλει κάτι τέτοιο διάλεξε λάθος άνθρωπο!” Του είπα και ξάπλωσα συνεχίζοντας την ηλιοθεραπεία μου.

Το μεσημέρι είχε φτάσει, και οι πρώτες φωνές διαμαρτυρίας ακούστηκαν από το στομάχι. Μαζέψαμε τα πράγματα μας και πήγαμε να πλυθούμε. Σε μισή ώρα ήμασταν στο εστιατόριο και τρώγαμε. Στο απέναντι τραπέζι η Μαίρη με την Νανά έτρωγαν και συζητούσαν χαμηλόφωνα. Τα βλέμματά μας δεν συναντήθηκαν ούτε μια φορά. Τελειώσαμε το φαγητό και σηκωθήκαμε χωρίς να πούμε κουβέντα στις γυναίκες. Ανεβήκαμε προς το σπιτάκι μας, ήθελα να κοιμηθώ και να χαλαρώσω, και τίποτα δεν θα μου διέκοπτε αυτήν μου την απόφαση.

Η ώρα είχε πάει 20:00 όταν ξύπνησα. “γαμώτο, παρακοιμήθηκα και έχασα το απογευματινό μπάνιο” είπα στον εαυτό μου και σηκώθηκα να πλυθώ. Ο Γιάννης έλειπε μάλλον θα είχε κατέβει για καφέ. Έβαλα κάτι πρόχειρο και ξεκίνησα για την καφετέρια. Όταν έφτασα είδα όλα τα παιδιά συγκεντρωμένα, και τον επικεφαλή να κάνει μια ανακοίνωση.

-    “Μετά το χθεσινό γεγονός, οι συνοδοί καθηγητές αποφασίσαμε για σήμερα να μην πάμε πουθενά για διασκέδαση. Θα μείνουμε εδώ και όσοι θέλετε μπορείτε να διασκεδάσετε εδώ στον χώρο της καφετέριας. Προδώσατε την εμπιστοσύνη που σας δείξαμε, και δεν ρισκάρουμε να γίνει κάτι παρόμοιο αν όχι και χειρότερο.”

Τα λόγια αυτά όπως ήταν λογικό “σκόρπισαν” απογοήτευση σε όλους μας.

«Για την μαλακία 2 ατόμων την πληρώνουμε όλοι!» Ακούστηκε από πολλούς.

Φύγαμε φανερά απογοητευμένοι αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, η απόφαση δεν σήκωνε συζήτηση, ήταν αμετάκλητη όσο και να μας πείραζε αυτό.

Η ώρα ήταν 23:00 και κατεβήκαμε με τον Γιάννη και τα υπόλοιπα παιδιά στην καφετέρια, δεν γινόταν να καθίσουμε μέσα άλλωστε για διασκέδαση ήρθαμε. Φτάσαμε και παραγγείλαμε μπύρες. Πολλά παιδιά χόρευαν με τα τραγούδια που ακούγονταν από τα ηχεία, άλλα παιδιά συζητούσαν και οι πιο τολμηροί φλέρταραν με τα κορίτσια, προσπαθώντας να αποσπάσουν έστω ένα φιλί ή ένα ραντεβού.

Απέναντί μας καθόντουσαν και μας κοιτούσαν δυο κοπέλες που γνωρίζαμε από παλιά. Η Νίκη και η Φλώρα. Ομολογώ ότι ποτέ δεν τις είχα παρατηρήσει, είχαν βελτιωθεί αρκετά και δεν έμοιαζαν σε καμία περίπτωση με το πως ήταν παλαιότερα. Μας έκαναν νόημα να πάμε κοντά τους. Δεν χάσαμε ευκαιρία, τις πλησιάσαμε και αμέσως γίναμε μια καλή παρέα.

Η ώρα ήταν 01:30 η διάθεση πολύ καλή και πολύ ερωτική. Προτείναμε στις κοπέλες μια βόλτα στην παραλία. Δέχτηκαν με ευχαρίστηση, άλλωστε τόσες ώρες εκεί είχαμε αρχίσει να βαριόμαστε. Φτάσαμε στην παραλία. Το τοπίο μοναδικό. Η θάλασσα ήρεμη και πάνω της να καθρεφτίζεται το φεγγάρι, μοναδική σκηνή για ερωτευμένους. Ο Γιάννης με την Φλώρα απομακρύνθηκαν λίγο και εμείς καθίσαμε στην αμμουδιά ακούγοντας το κύμα που ερχόταν προς τα εμάς.

Η συζήτηση που κάναμε ήταν για διάφορα θέματα κυρίως για το μέλλον μας, υπήρχε η αγωνία για το αύριο. Μέσα σε όλα αυτά κοίταξα την Νίκη στα μάτια. Δεν πίστευα αυτό που ζούσα. Η ματιά της τα έλεγε όλα, περίμενε από εμένα να κάνω την πρώτη κίνηση. Ένα χάδι, ένα φιλί και θα ήταν δική μου. Πόσο λαχταρούσα να είχα μια γυναίκα στο πλευρό μου για να αλλάξω την καθημερινότητά μου. Και τώρα ήταν εκεί, έτοιμη. Αρκούσε μόνο μια μου λέξη, μια μου κίνηση και θα ήταν δική μου, μόνο δική μου.

Δεν την έκανα. Με σταμάτησε η σκέψη της Μαίρης. Δεν μπορούσα να την βγάλω από το μυαλό μου. Με “χρησιμοποίησε” και εγώ την σκεφτόμουν ακόμα. Ήμουν σε πολύ δύσκολη θέση. Από την μια μεριά μια κοπέλα που έδειχνε καθαρά ότι με θέλει και από την άλλη μια γυναίκα η οποία μου φέρθηκε με τον χειρότερο τρόπο. Έπρεπε πάση θυσία να ξεκαθαρίσω την κατάσταση με την Μαίρη.

Σηκωθήκαμε από την αμμουδιά, η ώρα ήταν είδη 03:30 έπρεπε να πάμε για ύπνο. Αφού άφησα την Νίκη στο σπιτάκι της και την καληνύχτισα, τράβηξα για το πιο όμορφο ραντεβού που είχα, το κρεβάτι μου. Περνώντας έξω από το σπίτι που έμεναν η Νανά με την Μαίρη, άκουσα φωνές και γέλια. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και έτσι πλησίασα για να δω τι γίνεται. Η περιέργεια μου μεγάλη.

Πλησίασα, άνοιξα την πόρτα ελαφρά και τι να δω; Μέσα υπήρχαν 7 άτομα 5 αγόρια και 2 κορίτσια τα οποία ήταν ξαπλωμένα στο κρεβάτι, ευτυχώς με τα ρούχα. Μέσα στον χαμό διέκρινα και μια γνωστή φυσιογνωμία. Ήταν ο Γιάννης, και είχε αρχίσει να κάνει παιχνίδι με την Νανά. Φιλιά, χάδια και ματιές όλο νόημα. Η Μαίρη σε μια γωνιά του κρεβατιού με τον Γιώργο ο οποίος της ζητούσε επίμονα να τα ξαναβρούν.

Σε μια στιγμή παρατήρησα τους άλλους τρεις που ήταν μέσα. Είχαν πέσει για ύπνο μιας και είχαν πιεί αρκετά ποτά. “Αυτοί δεν καταλαβαίνουν πλέον τίποτα!” Είπα και έκανα να φύγω. Πριν προλάβω να τραβήξω την πόρτα πίσω μου, άκουσα μια αγριεμένη φωνή να λέει:

-    “Που πας εσύ;”

Ήταν η φωνή του Κυρίου Στέφανου τον οποίο ειδοποίησαν κάποιοι λέγοντας του ότι στο συγκεκριμένο κατάλυμα γίνονται όργια.

-    “Πάω για ύπνο”. Του λέω και κάνω να φύγω…

-    “Τι έγινε; Γαμήσαμε και φεύγουμε;” Μου λέει.

-    “Όχι κύριε Στέφανε…” Του απαντάω εγώ.

Και πριν προλάβω να τελειώσω την φράση μου, μου δίνει ένα χαστούκι που θα θυμάμαι για πάντα.

-    “Άστα αυτά και λέγε τι κάνατε εκεί μέσα; Ήρθαν κάποιοι και μου είπαν ότι εδώ μέσα κάνετε όργια!!!”

-    “Ειλικρινά δεν ξέρω κάτι…” του απαντώ. “Περνούσα από έξω, άκουσα φωνές και ήρθα να κοιτάξω. Αν θέλετε να μάθετε τι γίνεται δείτε μόνος σας”.

Ανοίγει την πόρτα με φόρα… το θέαμα που αντίκρισε τον θύμωσε πάρα πολύ. Ο Γιάννης με την Νανά να είναι αγκαλιά και να μπαλαμουτιάζονται, και κάτω από τα σεντόνια να ακούγεται η φωνή της Μαίρης να λέει:

-    “Γιώργο μη!!!”.

Αφού τους βγάζει όλους έξω αφήνει τις γυναίκες μέσα. Μας πηγαίνει παραπέρα για να μας μιλήσει.

-    “Τι λέγαμε εχθές; Θέλετε να φύγουμε αύριο; Πέστε μου τι θέλετε και εγώ θα εισηγηθώ να γυρίσουμε πίσω”.

Τα λόγια του ήταν φωτιά. Πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι. Το μάγουλό μου έκαιγε από την σφαλιάρα.

-    “Όχι κύριε Στέφανε, δεν θέλουμε να φύγουμε”. Ακούστηκε να λέει ο Τόλης.

-    “Πως να σας εμπιστευτώ ξανά, μου λέτε;” μας ρωτάει σε ύφος έντονο. “Σας χαρίσαμε την χθεσινή μαλακία κι εσείς τώρα κάνετε χειρότερη; Ξέρετε τι θα γίνει έτσι και μαθευτεί αυτό παραέξω; Θα σηκωθούμε να φύγουμε αυτήν την στιγμή. Ξέρετε πως ο διευθυντής δεν σηκώνει τέτοια. Εγώ δεν θα πω τίποτα αλλά αν ξαναγίνει κάτι άλλο, οτιδήποτε όμως, θα αναφέρω και το σημερινό περιστατικό. Πάρτε το σαν απειλή αυτό. Έγινα κατανοητός;”

-    “Μάλιστα κύριε Στέφανε!” Είπαμε με μια φωνή και διαλυθήκαμε να πάμε για ύπνο.

Τα λόγια του βούιζαν στ’ αφτιά μου, αλλά πιο πολύ άκουγα την φράση της Μαίρης προς τον Γιώργο. Με είχε πειράξει πολύ αυτό πλέον δεν κρυβόταν. Φτάσαμε με τον Γιάννη στο σπίτι μας και πέσαμε για ύπνο.

 

Click here for more!