Το στοίχημα
Μια μέρα δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα στη δουλειά. Οι κωδικοί σε μια παραγγελία που είχε κάνει η εταιρεία που εργάζομαι από την εταιρεία της Άννας ήταν λανθασμένοι με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα σε πελάτες που περίμεναν το εμπόρευμα. Οι τηλεφωνικές γραμμές πήραν «φωτιά» καθώς εμείς λέγαμε ότι το λάθος ήταν της άλλης εταιρείας ενώ οι άλλοι έριχναν σε μας την ευθύνη. Με την Άννα μιλήσαμε και ο καθένας μας έριχνε στην εταιρεία του άλλου το φταίξιμο. Η συζήτηση έγινε αρκετά έντονη, σε σημείο που η κατάσταση πήγε να ξεφύγει από τον έλεγχο. Δεν ξέρω πως μου ήρθε εκείνη τη στιγμή και της είπα: «Είμαι σίγουρος ότι εσείς κάνετε το λάθος. Μάλιστα βάζω και στοίχημα γι’ αυτό». «Τι βάζεις;», με ρώτησε. Και χωρίς να πολυσκεφτώ της είπα: «Θα μου πάρεις πίπα όλο το βράδυ». «Μμμμ, καλό μου ακούγεται» ήταν η απάντησή της. «Αν όμως χάσεις, τι θα κάνεις;» με ρώτησε; «Ότι θέλεις» της απάντησα χωρίς κανένα δισταγμό. Από κείνη τη στιγμή, άρχισε ένας προσωπικός πια αγώνας για να βρούμε ποιος έκανε το λάθος. Οι ώρες περνούσαν και αποτέλεσμα κανένα. Το βραδάκι, καθώς πλησίαζε η ώρα για να σχολάσουμε, με παίρνει τηλέφωνο η Άννα για να μου πει ότι οι προσπάθειες μας θα συνεχίζονταν και την επόμενη μέρα και ότι το στοίχημα ισχύει. Μάλιστα μου είπε και ποιο θα ήταν το τίμημα σε περίπτωση που η δικιά μου εταιρεία είχε κάνει λάθος. «Μου φαίνεται πως είναι καιρός πια να μάθεις να υπακούς στις εντολές μιας κυρίας» γύρισε και μου είπε και αμέσως κατάλαβα που το πήγαινε. Η τάση που είχε μερικές φορές να θέλει να «επιβάλλεται» πάνω στους άντρες. Δεν τρόμαξα όμως και της είπα ότι όσα συμφωνήσαμε ισχύουν.
Την άλλη μέρα και ενώ ακόμη έψαχνα να βρω το λάθος, μου τηλεφώνησε λίγο πριν το μεσημέρι. Η φωνή της δεν είχε την αυτοπεποίθηση που συνήθως τη διέκρινε. «Γιάννη, ξέρεις τελικά είχες δίκαιο. Βρήκαμε το λάθος και αυτό οφείλεται σε ένα μπέρδεμα που έγινε στην αποθήκη. Η δικιά σας παραγγελία στάλθηκε αλλού». Μου μιλούσε σιγανά λες και περίμενε να ακούσει να πανηγυρίζω. Εκείνο απλά που της είπα ήταν ότι το βράδυ κατά τις 8 τη περίμενα στο σπίτι μου. Και της έκλεισα το τηλέφωνο.
Πράγματι, λίγο πριν τις 8, η Άννα χτυπούσε το κουδούνι μου. Ήμουν όμως στο μπάνιο και βγήκα με μια πετσέτα στη μέση μου και της άνοιξα.